ένας άνθρωπος μπορεί να είναι πέρα για πέρα αινιγματικός για έναν άλλο. Μια τέτοια εμπειρία έχει κανείς όταν φτάσει σε μια ξένη χώρα με ολότελα διαφορετικές παραδόσεις, ακόμη και όταν κατέχει τη γλώσσα του τόπου. Δεν καταλαβαίνει τους ανθρώπους.
Ludwig Wittgestein(1977, σ. 277)
Τι θα σκεφτόταν ένας Δυτικοευρωπαίος επαγγελματίας της ψυχικής υγείας για την περίπτωση ενός ανθρώπου, που, συχνά, καθώς το σώμα του περιέρχεται σε κατάσταση έντονης συναισθηματικής φόρτισης, αισθάνεται ότι επικοινωνεί με τα πνεύματα, και ότι μεταμορφώνεται σε τίγρη, προκειμένου να νικήσει τα κακά πνεύματα;
Η σωστή αντίδραση, πριν καταφύγει σε μια διάγνωση, που πιθανώς θα έκλεινε προς την ψύχωση, θα ήταν να ρωτήσει σε πιο πολιτισμό έχει ανατραφεί και ζει ο παραπάνω άνθρωπος. Στον δικό μας πολιτισμό θα ήταν περιθωριοποιημένος από την κοινωνία ή θα βρισκόταν σε κάποιο ψυχιατρείο για να θεραπευτεί.
Κι όμως, στην μικρή αφρικανική κοινωνία όπου ο άνθρωπος αυτός ζει, τον θεωρούν απόλυτα αξιοσέβαστο μέλος. Ο ρόλος, μάλιστα, που του έχει αποδοθεί είναι η θεραπεία εκείνων των ασθενειών, που κατεξοχήν θεωρούνται ότι προέρχονται από κακά πνεύματα.
Προφανώς, πρόκειται για έναν Σαμάνο, ο οποίος, κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες, μπορεί να μπει σε κατάσταση έκστασης, να δει οράματα, να έρθει σε επαφή με υπερφυσικές δυνάμεις, και μετά, ακολουθώντας κάποιες πρακτικές, να επιστρέψει σε κατάσταση κανονικής συνειδητότητας (Bodley, 1994).
Για τον πολιτισμό στον οποίο ζουν οι Σαμάνοι, οι ψυχικές διαταραχές θεωρείται ότι προέρχονται: α) από τραύμα της κεφαλής, β) από την κυριαρχία ενός κακού πνεύματος και γ) από την υπερβολή συναισθημάτων (Clement, 1982). Επιπλέον, τα κακά πνεύματα θεωρούνται η κύρια αιτία για τις δυστυχίες ενός ανθρώπου και για τις σωματικές του παθήσεις.
Η θεραπεία που ακολουθεί ο Σαμάνος, για όλα αυτά τα προβλήματα, χωρίζεται σε τρεις φάσεις: Στην πρώτη φάση, υπάρχει μια λεκτική συναλλαγή με τον ενδιαφερόμενο, κατά την οποία ο Σαμάνος προσπαθεί, με την πειθώ, να αποκτήσει την απόλυτη εμπιστοσύνη του, διαβεβαιώνοντάς τον για τις ικανότητές του. Στην δεύτερη φάση, ο Σαμάνος καθορίζει την αιτία του προβλήματος, η οποία τις περισσότερες φορές οφείλεται σε αρχαία πνεύματα. Είναι αυτή η φάση, κατά την οποία ο Σαμάνος εισέρχεται σε μια κατάσταση μειωμένης συνειδητότητας, προκειμένου να επικοινωνήσει λεκτικά αλλά και οπτικά με τα πνεύματα. Τέλος, στην τρίτη φάση, παρέχεται η λύση του προβλήματος, η οποία έχει να κάνει, συνήθως, με προσευχή αλλά και άλλες τελετουργίες που πρέπει να ακολουθήσει ο ενδιαφερόμενος για να επιλύσει το πρόβλημά του (Lebra, 1982).
Το παράδειγμα αυτό χρησιμοποιήθηκε προς απόδειξη του ότι οι περισσότερες ψυχολογικές θεωρίες, αλλά και τα διαγνωστικά κριτήρια για την ταξινόμηση των ψυχικών διαταραχών, προέρχονται από παρατηρήσεις και έρευνες σε δυτικούς πολιτισμούς. Ελάχιστα πράγματα γνωρίζουμε για άλλες κοινωνίες και για το τι θεωρούν αυτές φυσιολογικό ή μη. Με αυτό το σκεπτικό μπορούμε να προβληματιστούμε για το αν η έννοια του φυσιολογικού είναι οικουμενική, θα δούμε αν υπάρχουν διαφορές στην έκφραση και την πρόγνωση βασικών ψυχολογικών διαταραχών, όπως η κατάθλιψη και η σχιζοφρένεια, θα παρουσιάσουμε κάποιες διαταραχές ή, αλλιώς, ιδιαιτερότητες που παρουσιάζονται σε συγκεκριμένες μόνο κοινωνίες, θα θίξουμε πολιτισμικές διαφορές που πιθανώς να ευθύνονται για τις διαπιστωμένες αποκλίσεις και, τέλος, θα κάνουμε κάποιες προτάσεις για την χρησιμότητα της γνώσης των πολιτισμικών διαφορών, όσον αφορά τη συμβουλευτική ή την ψυχοθεραπεία.
Στα συμπεράσματά μας θα τεθούν και κάποιοι προβληματισμοί, που μπορεί να προκαλέσουν μία γόνιμη επιστημονική κριτική, αλλά και να χρησιμεύσουν και ως ερεθίσματα για περαιτέρω έρευνα.
Πρέπει να πούμε ότι η διαπολιτισμική ψυχολογία, ως γνωστικό αντικείμενο, προσπαθεί να αξιολογήσει την οικουμενικότητα των ισχυουσών θεωριών (Γεώργας, 1999). Γεννήθηκε πολύ πρόσφατα, μόλις το 1960 (Segall et al., 1996), αν και προβληματισμοί για την επίδραση των πολιτισμικών παραμέτρων στην ανθρώπινη συμπεριφορά, διατυπώθηκαν πολύ πιο πριν, κυρίως από ανθρωπολόγους, αλλά όχι μόνο. Ήδη, το 1904, ο Kraepelin, που θεωρείται ο πατέρας της σύγχρονης ψυχιατρικής, αναφέρει διαφορές στην έκφραση και τον επιπολασμό ψυχικών διαταραχών σε διαφορετικούς πληθυσμούς της Ινδονησίας (Marsella, 1979).
Μια αρχή που αμφισβητήθηκε τα τελευταία χρόνια από τη διαπολιτισμική ψυχολογία είναι η αρχή της αντικειμενικότητας του ερευνητή, τόσο στην παρατήρηση ψυχολογικών φαινομένων όσο και στην ερμηνεία τους. Οι διαπολιτισμικοί ψυχολόγοι θεωρούν ότι ο ερευνητής επηρεάζεται από τις πολιτισμικές αξίες της χώρας του και, επομένως, τα ευρήματά του δεν μπορούν να είναι τόσο αντικειμενικά, όσο αυτά των φυσικών επιστημών (Γεώργας, 1999).