Του Γιώργου Λαμπίρη
Έκλειψη ηλίου. Ένα φαινόμενο, που κεντρίζει το ενδιαφέρον μας, καθότι δεν συμβαίνει καθημερινά. Μάλιστα η παρατήρηση του φαινομένου της ολικής ηλιακής έκλειψης σε μία περιοχή συμβαίνει κατά μέσο όρο, περίπου μία φορά κάθε 360 χρόνια. Ωστόσο, το φαινόμενο της μερικής έκλειψης εμφανίζεται αρκετά συχνότερα, όπως συμβαίνει και σήμερα στην Ελλάδα, όπου στην Αθήνα θα καλυφθεί από το 31% του ηλιακού δίσκου και στη Φλώρινα το 41%.
Με δεδομένα τα μέτρα προφύλαξης, κυρίως από την πλευρά του υπουργείου Υγείας, και Παιδείας, τα οποία έσπευσαν να εκδώσουν έκτακτες οδηγίες προφύλαξης, επικοινωνήσαμε με τον διευθυντή της Β’ οφθαλμολογικής κλινικής του νοσοκομείου Υγεία και πρώην πρόεδρο της Πανελλήνιας Οφθαλμολογικής Εταιρείας, Στέφανο Δημόπουλο. Το ερώτημα, το οποίο του θέσαμε είναι γιατί υπάρχει τόσο έντονη κινητικότητα σε ό,τι αφορά τα μέτρα προστασίας, ειδικά σήμερα που εμφανίζεται το φαινόμενο και αν και κατά πόσο υπάρχει διαφορά στην εκπομπή ακτινοβολίας σε μία ημέρα όπως η σημερινή σε σχέση με οποιαδήποτε άλλη ημέρα.
Όπως χαρακτηριστικά τονίζει ο κύριος Δημόπουλος: “Παρατηρώντας επίμονα τον ήλιο, εισέρχεται στην ωχρά κηλίδα ένα πολύ έντονο φάσμα υπεριωδών ακτίνων, γεγονός το οποίο προκαλεί έγκαυμα. Το μάτι εστιάζει στο φως που αντανακλούν τα διάφορα αντικείμενα – πολύ περισσότερο στον ήλιο που είναι η ίδια η πηγή του φωτός – με αποτέλεσμα να εισβάλλει η ακτινοβολία στο κέντρο του αμφιβληστροειδούς. Εάν αυτό το οποίο βλέπουμε είναι ο ήλιος, ο οποίος εκπέμπει πολύ έντονη ακτινοβολία προκαλείται έγκαυμα.
Ωστόσο δεν έχει καμία διαφορά στα επίπεδα εκπομπής υπεριώδους ακτινοβολίας την ημέρα της έκλειψης με όλες τις υπόλοιπες ημέρες.
Όπως επισημαίνει ο κύριος Δημόπουλος, το ίδιο ακριβώς μπορεί να συμβεί ακόμα και όταν παρατηρούμε για αρκετή ώρα τον ήλιο μία συνηθισμένη ημέρα. «Επειδή όμως είναι ενδιαφέρον το φαινόμενο της εκλείψης και ιδίως τα μικρά παιδιά κάθονται και το χαζεύουν, δημιουργείται έγκαυμα λόγω της επίμονης παρατήρησής του. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι πως όταν το καλοκαίρι κοιτάζουμε τον ήλιο και μας τυφλώσει το δυνατό του φως, αποστρέφουμε το βλέμμα αστραπιαία».
«Συμβαίνει στην πραγματικότητα κάτι ανάλογο με αυτό που συμβαίνει σε μία οφθαλμολογική επέμβαση. Όταν οι οφθαλμίατροι χειρουργούμε κάποιον ασθενή για αρκετή ώρα είναι πολύ περισσότερη η εκπομπή ακτινοβολίας στην ωχρά κηλίδα, σε σχέση με μία επέμβαση, η οποία μπορεί να διαρκέσει μόλις πέντε λεπτά. Γι’ αυτό το λόγο υπάρχει πλέον η τάση στην οφθαλμολογία να πραγματοποιούμε τη χειρουργική επέμβαση όσο το δυνατόν πιο σύντομα, ώστε να μην εκτίθεται το μάτι σε παρατεταμένη εκπομπή ακτινοβολίας φωτός», καταλήγει ο Στέφανος Δημόπουλος.