Η ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ ΤΗΣ ΟΔΥΣΣΕΙΑΣ
Το όνομα του Ομήρου, και μέσα στα χρόνια που ζούσε ακόμα, πρέπει να είχε διαλαληθεί στις αποικίες της Μικρασίας, ως ένα βαθμό και στην ηπειρωτική Ελλάδα. Και όσο περνούσε ο καιρός, τόσο και η δόξα του άπλωνε. Τον 7ο κιόλας αιώνα οι ραψωδοί απάγγελναν τα έργα του σε όποια πολιτεία και σε όποιο χωριό έβρισκαν ελληνικά αυτιά να τους ακούσουν. Από τον 6ο αιώνα είχε καθιερωθεί στην Αθήνα να ραψωδούνται στη γιορτή των Παναθηναίων η Ιλιάδα και η Οδύσσεια από την αρχή ως το τέλος. Από τον 5ο αιώνα, μπορεί και πιο νωρίς, τα παιδιά του σχολείου πρωτομάθαιναν γράμματα συλλαβίζοντας τα ονόματα των ηρώων τους —
Έκτωρ, Οδυσσεύς, Αντίλοχος — και έπειτα διαβάζοντας και ερμηνεύοντας εκλεχτές περικοπές από τα έπη του.
Σε πόση τιμή είχαν τον ποιητή στο σχολείο δείχνει χαραχτηριστικά η συνήθεια, μόλις ο μαθητής άρχιζε να χαράζει αδέξια στην πλάκα του τα πρώτα γράμματα, να αντιγράφει τη φράση: Ο Όμηρος δεν ήταν άνθρωπος ήταν θεός, θεός, ουδ’ άνθρωπος Όμηρος. Και είναι πέρα για πέρα σωστός ο λόγος του Πλάτωνα ότι την Ελλάδα πεπαίδευκεν ούτος ο ποιητής (Πολιτ. 10, 606 Ε).
Γρήγορα ο Όμηρος γίνεται η πηγή κάθε γνώσης: Όμηρος ο σοφώτατος πεποίηκε σχεδόν περί πάντων των ανθρωπίνων (Ξενοφ. Συμπ. 4,6), Όμηρος ο μεγίστην επί σοφία δόξαν ειληφώς (Ισοκρ. 13,2). Οι Έλληνες έβρισκαν στα έργα του — και με το δίκιο τους — τα πιο φωτεινά πρότυπα της παλικαριάς, της φιλοπατρίας, της φιλοτιμίας, της φιλαλληλίας, ακόμα — ιδιαίτερα στην Οδύσσεια — της ευστροφίας του μυαλού και της καρτερίας στις δύσκολες ώρες της ζωής.
Δεν τους έφτανε όμως αυτό· τον ήθελαν και ιδρυτή και τελειωτή της κάθε επιστήμης, όχι μόνο της ποιητικής, αλλά και της θεολογικής, της πολιτικής, της ρητορικής, της στρατηγικής, της οικονομικής και — γιατί όχι; — της γεωγραφίας. Πόσους λαούς και πόσους τόπους, πόσα νησιά και πόσες θάλασσες δεν μνημονεύει στην Ιλιάδα και προπαντός στην Οδύσσεια! Και είναι από τον Στράβωνα, τον μεγάλο γεωγράφο της αρχαιότητας, που ο Όμηρος χαραχτηρίζεται (1,1,2) αρχηγέτης της γεωγραφικής εμπειρίας.
Με αυτή τη δόξα που συνοδεύει τον Όμηρο ως πάνσοφο και στα γεωγραφικά ζητήματα και με την απόλυτη εμπιστοσύνη που έχουν στην αξιοπιστία του, δεν είναι να παραξενευτούμε αν οι Έλληνες, από πολύ νωρίς, αρχίζουν να ψάχνουν στον γεωγραφικό χάρτη, για να ταυτίσουν τις χώρες, τα νησιά και τα πελάγη που μνημονεύονται στην Οδύσσεια. Δεν μιλούμε για τα μικρασιατικά παράλια, για τη Θράκη, για την ανατολική ηπειρωτική Ελλάδα, για τα νησιά του Αιγαίου, τη Δήλο, την Κρήτη κλπ., γιατί ο αιγαιοπελαγίτικος χώρος ήταν και στον Όμηρο και στους ακροατές του πολύ γνωστός· ο λόγος είναι για τους απόμακρους τόπους που αντίκρισε ο Οδυσσέας, των Λαιστρυγόνων, να πούμε, και των Κυκλώπων, για τα νησιά του Αιόλου, της Κίρκης, της Καλυψώς. Και γι’ αυτές τις χώρες πιστεύουν πως ο ποιητής, όταν τις περιγράφει, δεν αφήνεται στη φαντασία του, μόνο έχει στο νου του πραγματικές χώρες και πραγματικά νησιά — αλλιώς τι γεωγράφος ήταν;
Από ό,τι ξέρουμε, ο Ησίοδος ήταν ο πρώτος που τοποθέτησε τις πλάνες του Οδυσσέα στο νότιο Τυρρηνικό πέλαγος, στα βορινά της Σικελίας· σ’ ένα από τα νησιά του Αιόλου, αλλιώς Λιπαρές, είχε λέει το παλάτι της η Κίρκη (απόσπ. 390 M.W. και Θεογ. 1011 κκ.).
Από τα χρόνια του Ησίοδου ως το τέλος του αρχαίου κόσμου η συζήτηση για τους τόπους που παράδειρε ο Οδυσσέας δεν είπε να σταματήσει. Σχετικές πληροφορίες βρίσκουμε στον Ηρόδοτο, στον Θουκυδίδη, στον Ελλάνικο, στον Έφορο, στον Πλάτωνα, στον Θεόφραστο, στον Λυκόφρονα, στον Κράτη, στον Ποσειδώνιο, στον Στράβωνα, στον Πλούταρχο, ακόμα στους Ρωμαίους, τον Τάκιτο, τον Κικέρωνα, τον Βιργίλιο, τον Οράτιο, τον Οβίδιο, τον Πλίνιο, τον Σίλιο τον Ιταλικό.
Για ορισμένους σταθμούς του ήρωα υπάρχει σχετική συμφωνία.
Έτσι, τους Λωτοφάγους τους τοποθετούσαν στη Μικρή Σύρτη της σημερινής Τυνησίας· τους Κύκλωπες στη βορειοανατολική γωνιά της Σικελίας, γύρω από το ηφαίστειο της Αίτνας· το νησί του Αιόλου στις Λιπαρές, της Κίρκης στο Τυρρηνικό πέλαγος· τις Σειρήνες στο στενό της Μεσσήνης, ανάμεσα στη Σικελία και στην Ιταλία· στο ίδιο στενό είχαν, έλεγαν, τις φωλιές τους η Χάρυβδη και η Σκύλλα. Το νησί που έβοσκαν τα κοπάδια του Ήλιου, η Θρινακία, ήταν η Σικελία. Και για τους Φαίακες υπάρχει σχετική ομοφωνία: η Σχερία τους δεν ήταν άλλη λέει από την Κέρκυρα.
Άλλους ωστόσο λαούς που επισκέφτηκε ο ήρωας της Οδύσσειας οι πηγές τους τοποθετούν καθεμιά και αλλού. Έτσι, τους Λαιστρυγόνες τους θέλουν μερικοί στη Σικελία, άλλοι στον κόλπο της Γαέτας, πιο πάνω από τη Νεάπολη της Καμπάνιας, άλλοι ψηλά στις Βόρειες θάλασσες. Τους Κιμμέριους πάλι άλλοι τους έβαζαν να κατοικούν στην Ιταλία, γύρω στη λίμνη Άορνο, στα δυτικά της Νεάπολης, άλλοι στη Μαύρη θάλασσα και άλλοι στον Βόρειο Πόλο. Τέλος, από τον Πλούταρχο (Περί τ. έμφαινομ. προσ. τω κύκλω της σελήνης 26) μαθαίνουμε πως για να φτάσει κανείς στο νησί της Καλυψώς έπρεπε να ταξιδέψει πέντε μερόνυχτα δυτικά από τη Βρετανία.
Όλες αυτές τις πληροφορίες μπορούμε να τις κατατάξουμε χοντρικά σε δύο ομάδες: σ’ αυτές που εντοπίζουν τις πλάνες του Οδυσσέα στο χώρο της δυτικής Μεσόγειας θάλασσας, και σ’ αυτές που στέλνουν τον ήρωα έξω από το Γιβραλτάρ και τον αφήνουν να παραδέρνει στον Ατλαντικό ωκεανό, ως τον Βόρειο Πόλο. Είναι η περίφημη θεωρία του εξωκεανισμού, που την πρόβαλε πρώτος ο Κράτης από τη Μαλλό της Κιλικίας τον 2ο π.Χ. αιώνα.
Απέναντι στις προσπάθειες αυτές να παρακολουθήσουν την πορεία του Οδυσσέα πάνω στο χάρτη, υψώθηκε μια μόνο φωνή στην αρχαιότητα να διαμαρτυρηθεί, του μεγάλου μαθηματικού και γεωγράφου Ερατοσθένη από την Κυρήνη, γύρω στα 200 π.Χ. Κατά τη γνώμη του, όλοι αυτοί οι τόποι είναι πλάσματα της φαντασίας, γι’ αυτό κάθε δοκιμή να εντοπιστούν πάνω στο χάρτη είναι το ίδιο ανόητη, όπως αν γύρευε κανείς να μάθει πώς έλεγαν τον τεχνίτη που έραψε το ασκί, όπου μέσα έκλεισε ο Αίολος τους ανέμους, πριν τους εμπιστευτεί στον Οδυσσέα (κ 19). Ο σκοπός της Οδύσσειας, όπως κάθε ποίησης, ήταν να ψυχαγωγήσει τους ανθρώπους, όχι να τους κάνει μαθήματα γεωγραφίας (Στράβ. 1,1,10. 1,2,3 και 15). Ένας λόγος πολύ φρόνιμος· ποιος όμως στον κόσμο αυτόν δίνει αυτί στα λόγια της φρονιμάδας!
Είπαμε πριν πως η πίστη στην πανσοφία του Ομήρου οδήγησε τους Έλληνες στην προσπάθεια να αποδείξουν πως και η γεωγραφία του ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Και ήταν φυσικό, όσο πιο πολύ αύξαινε η γεωγραφική εμπειρία τους, τόσο και πιο μακριά να στέλνουν τον Οδυσσέα να ταξιδέψει. Έτσι, όταν με τις ρωμαϊκές καταχτήσεις η Ισπανία, η Γερμανία και η Βρετανία έγιναν πιο γνωστές, ο ήρωάς μας βρέθηκε να παραδέρνει και στις δικές τους θάλασσες.
Και κάτι άλλο όμως: Ποιος Έλληνας άποικος, που βρέθηκε ξενιτεμένος στην Ιταλία ή στην Ισπανία ή όπου αλλού, δεν ήθελε να καμαρώνει λέγοντας πως και ο Οδυσσέας είχε περάσει από τα μέρη τους; Έτσι θα εξηγήσουμε γιατί οι Έλληνες της Μεγάλης Ελλάδας συγκέντρωναν τις πλάνες του ήρωα γύρω από τη νότια Τυρρηνική θάλασσα. Όταν όμως γνώρισαν καλύτερα την Καμπάνια και το Λάτιο, τον έστειλαν να χτίσει τη Ρώμη μαζί με τον Αινεία, και έβαλαν την Κίρκη να κατοικεί ανάμεσα στη Νεάπολη και στη Ρώμη, και τους Κιμμέριους στη λίμνη του Αόρνου.
Με την ίδιαν ακριβώς μωροφιλοδοξία να τιμήσει την πατρίδα του με την επίσκεψη του Οδυσσέα ο Ιωνάς Ramus, ένας Δανός θεολόγος στις αρχές του 18ου αιώνα εντόπισε τις πλάνες του ήρωα στη Βόρεια θάλασσα: Το νησί του Αιόλου ήταν λέει η Βρετανία, η Κίρκη κατοικούσε στη Δανία, οι Κιμμέριοι, οι Σειρήνες, η Σκύλλα και η Χάρυβδη στη Νορβηγία· η Θρινακία, το νησί του Ήλιου, ήταν σε κάτι νορβηγικά νησιά στον Πολικό κύκλο.
Με την ίδια μωροφιλοδοξία ένας Ρώσος φυσιοδίφης στον 19ο αιώνα, ο Κ. Ε. van Baer, έβαλε τον Οδυσσέα να παραδέρνει στη Μαύρη Θάλασσα, και τους Λαιστρυγόνες να κατοικούν στη Μπαλακλάβα, κοντά στη Σεβαστούπολη της Κριμαίας. Και μια Αμερικανίδα δημοσιογράφος πριν από όχι πολλά χρόνια υποστήριξε στα σοβαρά πως ο ήρωας είχε παρασυρθεί από το γνωστό Κόλπιο Ρεύμα (Gulf Stream) και ξεπέσει στη βόρεια Αμερική, που την ταξίδεψε από τον κόλπο του Μεξικού ως τις ακρότατες βόρειες αχτές της.
Η αλήθεια είναι πως δεν υπάρχει πιο εύκολο πράγμα από το να ανακαλύψεις σε κάποια γωνιά της γης ένα λιμάνι, ένα νησί, μια σπηλιά, ένα θαλασσόβραχο, που να θυμίζει κάπως την αόριστη περιγραφή που δίνει ο Όμηρος, ας πούμε, για το λιμάνι των Λαιστρυγόνων ή για το νησί της Καλυψώς, για να προβάλεις μια νεόκοπη θεωρία, τάχα πως αυτή είναι που λύνει το ζήτημα οριστικά και αμετάκλητα.
Χωρίς να το καταλάβουμε, μπήκαμε κιόλας στις εικοτολογίες των νεότερων ερευνητών.
Αρχίζουν από τον 17ο αιώνα και φτάνουν ως τις μέρες μας, χωρίς να υπάρχει ελπίδα να τελειώσουν κάποτε τα βάσανα του Οδυσσέα, σαν να μην του έφταναν τα όσα τράβηξε στα χέρια του Ομήρου!
Τα πράγματα παρουσιάζονται τώρα κάπως διαφορετικά. Στο παιχνίδι μπαίνουν ιστορικοί και αρχαιολόγοι και φιλόλογοι, αξιωματικοί του ναυτικού και γεωγράφοι, ερασιτέχνες περιηγητές και δημοσιογράφοι. Και δεν είναι ούτε ένας που να μην διαβεβαιώνει τον αναγνώστη του πως αυτός βρήκε τη μόνη σωστή λύση στο πρόβλημα της γεωγραφίας της Οδύσσειας και πως από εκεί και πέρα δεν χρειάζεται άλλο ψάξιμο.
Στις έρευνές τους οι νεότεροι έχουν επιστρατέψει όλα τα πορίσματα της γεωγραφικής επιστήμης σχετικά με τα φυσικά δεδομένα στη Μεσόγειο και στις άλλες θάλασσες: τα υπόγεια ρεύματα, τη δύναμη και την κατεύθυνση των ανέμων στις διάφορες εποχές του χρόνου. Υπολογίζουν ακόμα τη γρηγοράδα που μπορούσε να αναπτύξει ένα καράβι στα χρόνια του Ομήρου, είτε με τα πανιά είτε με τα κουπιά, με μέτριο και με δυνατό άνεμο ή και με καταιγίδα.
Τις έρευνες αυτές τις συμπληρώνουν μελετώντας τους νεότατους πίνακες της Χαρτογραφικής Υπηρεσίας και κάνοντας διερευνητικά ταξίδια και προβαίνοντας σε αυτοψίες. Μερικοί διατυπώνουν τη θεωρία πως ήταν ο ίδιος ο Όμηρος που είχε κάνει όλη αυτή την περιήγηση, και αργότερα έβαλε τον ήρωά του να την ξανακάνει.
Όλα αυτά τα στοιχεία τα συνδυάζουν έπειτα με τις πληροφορίες της Οδύσσειας και όπου αυτές δεν αρκούν — και κατά κανόνα δεν αρκούν — επιστρατεύουν τη φαντασία τους, για να συμπληρώσει αυθαίρετα τα κενά. Στα τελευταία χρόνια οι σχετικές μελέτες συνοδεύονται, έξω από τα διαγράμματα και τους χάρτες, από εντυπωσιακές έγχρωμες φωτογραφίες, που πότε σου παρουσιάζουν σπηλιές από το Ματματά της Τυνησίας, τάχα πως σ’ αυτές κατοικούσαν οι Κύκλωπες, πότε χωρικές που κάνουν την μπουγάδα τους σ’ ένα ποτάμι της Καλαβρίας, για να σε βεβαιώσουν πως σ’ αυτό ακριβώς το ποτάμι έπλυνε και η Ναυσικά, η βασιλοπούλα των Φαιάκων, τα προικιά της. Λίγο ακόμα και θα βρουν και το τόπι που ξαστόχησε και έριξε στον ποταμό η φιλενάδα της!
Έχουν διατυπωθεί πάνω από σαράντα νεότερες θεωρίες για τη γεωγραφική θέση των σταθμών του Οδυσσέα στη δεκάχρονη πλάνη του, και θα ήθελα να δώσω μερικά δείγματα αυτής της ματαιόλογης σοφίας. Πού κατοικούσαν αλήθεια οι Λαιστρυγόνες της Οδύσσειας; Ως την ώρα — γιατί κανείς δεν ξέρει τι εκπλήξεις μας περιμένουν ακόμα — τους Λαιστρυγόνες τους έχουν εντοπίσει — μετράτε! — στην Κριμαία, στην Προποντίδα, στην Αλβανία, στο Κατάρο της Δαλματίας, στο Μαρόκο, στη δυτική άκρη της Σικελίας, στη Σαρδηνία, στην Κορσική, στο Γιβραλτάρ, στη Γιουτλάνδη της Δανίας, στα φγιόρντ της Νορβηγίας.
Της Κίρκης το νησί είναι, λέει, το Μλγέτ της Γιουγκοσλαβίας, βορειότερα από το Ντούμπροβνικ. Όχι, ισχυρίζονται άλλοι, είναι η Ούστικα, βορειότερα από το Παλέρμο! Όχι, είναι η Τερακίνα Άλτα, ανάμεσα στη Νεάπολη και στη Ρώμη! Όχι, είναι η Κορσική! Όχι, είναι η Μαδέρα! Όχι, είναι το Άνχολτ του Κατεγάτη, ανάμεσα στη Δανία και τη Σουηδία!
Οι Σειρήνες πλάνευαν, λέει, τους περαστικούς ναυτικούς με το τραγούδι τους στο στενό της Μεσσήνης· άλλοι όμως τις ανακάλυψαν στη Μαγιόρκα, άλλοι στα Φρισικά νησιά της Βόρειας θάλασσας, άλλοι στις Αντίλες του Ατλαντικού. — Παρόμοια παίζουν οι γνώμες για τη θέση της Θρινακίας, του νησιού της Καλυψώς κλπ.
Οι πιο τυχεροί όμως φαίνεται πως είναι οι Φαίακες. Οι νεότεροι ερευνητές της οδυσσειακής γεωγραφίας δεν τους αφήνουν ούτε στιγμή να ησυχάσουν. Τους εντοπίζουν άλλος στην Παλαιστίνη, άλλος στην Κύπρο, άλλος στην Κρήτη, άλλος στη Θήρα, άλλος στην Ιστρία, άλλος στη Μάλτα, άλλος στην Καλαβρία, άλλος στην Κυρηναϊκή, άλλος στην Τυνησία, άλλος στην Ανδαλουσία της Ισπανίας, άλλος στην Ελγολάνδη. Διαλέγετε και παίρνετε! Και η Αμερικανίδα δημοσιογράφος που αναφέραμε προχώρησε πιο πολύ: εγκατάστησε τους Φαίακες δυτικά από τη Φλωρίδα των Ενωμένων Πολιτειών της Αμερικής! Ποιος μπορεί να φανταστεί τη Ναυσικά να παίζει με τις φιλενάδες της στις εκβολές του Μισισιπή; Η κυρία Mertz όμως τη φαντάζεται!
Θα μπορούσαμε να σταματήσουμε εδώ τον έλεγχό μας και να πούμε σαν τον παλιό Ερατοσθένη: Όλοι ξεκινούν από το ίδιο κείμενο, την Οδύσσεια, και όμως ο ένας ερευνητής στέλνει τον Οδυσσέα στον Βόρειο Πόλο, ο άλλος στο Καίπταουν της Αφρικής, ο ένας στην Κασπία θάλασσα, ο άλλος στη Φλωρίδα. Τα τόσο αντιφατικά αυτά αποτελέσματα οδηγούν από μόνα τους στο συμπέρασμα ότι κάθε παρόμοια συζήτηση είναι κόπος χαμένος. Τα στοιχεία που δίνει ο ποιητής για τις πλάνες του ήρωά του είναι τόσο γενικά και αόριστα, ώστε να σου επιτρέπουν να ξαποστείλεις τον Οδυσσέα στις τέσσερις άκρες του κόσμου.
Και όμως δεν θα σταματήσουμε σ’ αυτή την αρνητική απόδειξη θα προχωρήσουμε και σε μια θετική, θα γυρέψουμε δηλαδή να δείξουμε πως η έρευνα για τον εντοπισμό των σταθμών της πλάνης του Οδυσσέα είναι από τη βάση της λαθεμένη, άσχετα με τα αποτελέσματἀ της.
Πώς μας παρασέρνει ακόμα και σήμερα η απλοϊκή πίστη των αρχαίων Ελλήνων πως ο Όμηρος θέλησε, σαν πανεπιστήμονας που ήταν, να μας διδάξει και γεωγραφία!
Πώς το ξεχνούμε πως ο Όμηρος ήταν ποιητής και τίποτε άλλο! Πώς δεν μας περνάει από το νου πως οι Λωτοφάγοι, οι ανθρωποφάγοι Λαιστρυγόνες, οι μονόματοι Κύκλωπες, οι μάγισσες σαν την Κίρκη κλπ. είναι μορφές μυθικές και αποκλείουν από τη φύση τους κάθε γεωγραφικό εντοπισμό πάνω στη γη!
Όταν διαβάζουμε τα εφτά ταξίδια του Σεβάχ Θαλασσινού στη Χαλιμά, η σκέψη μας δεν πάει ούτε στιγμή να ανοίξουμε το χάρτη και να τοποθετήσουμε πάνω του τις θαυμαστές χώρες και τα μαγικά νησιά, όπου τον έριξε ναυαγό το καράβι του. —Μα αυτά είναι παραμύθια, θα πει κανείς. Σωστά! Γιατί όμως τότε γυρεύουμε πραγματική γεωγραφία στον Όμηρο, την ώρα που και αυτός παραμύθια ιστορεί;
Γι’ αυτή την αντίφαση, να ξέρουμε πως οι πλάνες του Οδυσσέα είναι φανταστικές και όμως να γυρεύουμε να τις εντοπίσουμε στο χάρτη, σαν να ήταν πραγματικές, πρέπει να ομολογήσουμε πως ως ένα βαθμό φταίει ο ίδιος ο ποιητής της Οδύσσειας γιατί δεν θέλει να τον πάρουμε για παραμυθά σαν τον Ανατολίτη συνάδελφό του της Χαλιμάς, γι’ αυτό και κοιτάζει να αποπαραμυθοποιήσει, όσο γίνεται, τα παραμύθια που του δίνει η παλαιότερη παράδοση, να τους μειώσει το φανταστικό χρώμα, να τα κάνει να θυμίζουν αληθινή ιστορία.
Ένα χαραχτηριστικό παράδειγμα: Στην ιστορία του Πολύφημου στο ι όλη η σκηνή της τύφλωσής του (στ. 380 κκ.) στηρίζεται στην προϋπόθεση πως ο Κύκλωπας ήταν μονομάτης· δεν ξέρω όμως αν το έχουμε προσέξει όλοι πως ο ποιητής αποφεύγει συστηματικά να μας πει για το τέρας πως είχε ένα μόνο μάτι στο μέτωπο και αφήνει την τόσο σημαντική αυτή λεπτομέρεια να φανεί έμμεσα, μέσα από τη διήγηση.
Ο ποιητής κοιτάζει να απομυθοποιήσει το μύθο και με άλλα μέσα πρώτα πρώτα, και όταν περιγράφει εξωτικούς τόπους, τους δίνει συχνά ένα χαραχτήρα πολύ οικείο, σαν να είναι ο λόγος για κάποιο ελληνικό τοπίο, με χωράφια, αμπέλια, συκιές, κληματαριές και κυπαρίσσια. Έτσι, ο ανύπαρχτος τόπος ανασταίνεται στη φαντασία μας και γίνεται πραγματικός.
Τι βλέπει ο Ερμής και χαίρεται η καρδιά του, ύστερα από το μακρινό ταξίδι που έκανε, όταν βρίσκεται μπροστά στη σπηλιά της Καλυψώς (ε 63 κκ.);
ὕλη δὲ σπέος ἀμφὶ πεφύκει τηλεθόωσα,
κλήθρη τ᾽ αἴγειρός τε καὶ εὐώδης κυπάρισσος.ἔνθα δέ τ᾽ ὄρνιθες τανυσίπτεροι εὐνάζοντο,
σκῶπές τ᾽ ἴρηκές τε τανύγλωσσοί τε κορῶναι
εἰνάλιαι, τῇσίν τε θαλάσσια ἔργα μέμηλεν.
ἡ δ᾽ αὐτοῦ τετάνυστο περὶ σπείους γλαφυροῖο
ἡμερὶς ἡβώωσα, τεθήλει δὲ σταφυλῇσι.
κρῆναι δ᾽ ἑξείης πίσυρες ῥέον ὕδατι λευκῷ,
πλησίαι ἀλλήλων τετραμμέναι ἄλλυδις ἄλλη.
ἀμφὶ δὲ λειμῶνες μαλακοὶ ἴου ἠδὲ σελίνου
Βρισκόμαστε στην Ωγυγία, σ’ ένα νησί χαμένο στα μακρινά πέλαγα, στον αφαλό, όπως μας λέγεται (α 50), της θάλασσας. Και όμως το βλέπουμε και το χαιρόμαστε κι εμείς σαν κάτι δικό μας, γιατί το τοπίο του κάθε άλλο παρά ξένο μας είναι.
Ένα δεύτερο παράδειγμα: Την περιπέτεια του Οδυσσέα στη χώρα των Κυκλώπων δεν την επινόησε ο Όμηρος· η τύφλωση του μονόφθαλμου ανθρωποφάγου γίγαντα και η σωτηρία του ήρωα με δόλο είναι δύο πανάρχαιες λαϊκές ιστορίες, που είχαν από χρόνια παλιά δεθεί με την παράδοση του Οδυσσέα. Εκείνο που είναι το δίχως άλλο επίνοια του ποιητή της Οδύσσειας είναι το νησί που βρισκόταν, λέει, λίγο παραέξω από το λιμάνι των Κυκλώπων (ί 116 κκ.) — ένα νησί παρθένο, που δεν το είχε πατήσει ως τώρα πόδι ανθρώπου, και όμως θα μπορούσε να θρέψει κόσμο πολύ, γιατί τα λιβάδια του έφταναν ως το κύμα και είχε χώμα παχύ και νερά και δέντρα και λιμάνι καλό. Η περιγραφή του ευλογημένου αυτού νησιού δίνεται πάνω στα μέτρα του κοινού ανθρώπου, ειδικότερα, του ξωμάχου, που αγωνίζεται να βρει γόνιμη γη, για να τη ξεχερσώσει δίνεται μάλιστα με τόση ενάργεια, ώστε μόλις κλείσεις τα μάτια, να βλέπεις το νησί μπροστά σου. Μπορείς λοιπόν να το παραδεχτείς εύκολα πως ο Όμηρος το έχει αναστήσει από το τίποτα;
Στην ψευδαίσθηση της ιστορικότητας συμβάλλει και η ονοματοδοσία των μυθικών νησιών και τόπων: Ωγυγία λέγεται το νησί της Καλυψώς, Αιαίη της Κίρκης, Σχερία η χώρα των Φαιάκων, και το κάστρο των Λαιστρυγόνων είχε, λέει, μια πηγή που λεγόταν Αρτακία (κ 108). Το όνομα δίνει στον τόπο υπόσταση και σε μεταφέρει, χωρίς να το καταλάβεις, στο χώρο της πραγματικότητας. Το ίδιο άλλωστε έγινε και με τους ανώνυμους ήρωες των παραμυθιών με το να πάρουν στο έπος όνομα και να αποχτήσουν οικογένεια και πατρίδα, προβάλλουν σαν ιστορικά πρόσωπα.
Ο ποιητής κάνει ό,τι μπορεί για να μας δώσει να πιστέψουμε πως οι τόποι που περιγράφει είναι πραγματικοί. Και όμως δεν μας είναι δύσκολο να καταλάβουμε ποια στιγμή ο Όμηρος αφήνει τον πραγματικό γεωγραφικό χώρο, για να μπει στον φανταστικό.
Ας παρακολουθήσουμε πρώτα τα ημερολογιακά στοιχεία που προσφέρνει η Οδύσσεια: Όταν ο βοριάς παρασέρνει το στόλο του Οδυσσέα από τον Κάβο Μαλιά, περνούν λέει εννέα μερόνυχτα, ώσπου να αράξει στη γη των Λωτοφάγων (ι 82). Εννέα πάλι μερόνυχτα αρμενίζουν από το νησί του Αιόλου, ώσπου να δουν μπροστά τους τα βουνά της Ιθάκης (κ 28).
Όταν έπειτα οι σύντροφοι του Οδυσσέα ανοίγουν το ασκί με τους ανέμους και ρίχνονται πίσω στην Αιολία, ύστερα από την άρνηση του Αιόλου να τους βοηθήσει ξανά, παίρνουν πάλι δρόμο και χρειάζονται, λέει, έξι μερόνυχτα, για να φτάσουν στη Λαιστρυγονία (κ 80). Όταν πάλι αργότερα ο Δίας ρίχνει αστροπελέκι και πνίγει όλους τους συντρόφους, ο Οδυσσέας παραδέρνει εννέα μερόνυχτα πάνω στα κύματα, ώσπου να ξεπέσει στο νησί της Καλυψώς (μ 447).
Ύστερα από εφτά χρόνια ο ήρωας, ξεκινώντας από το νησί της Καλυψώς πάνω στη σχεδία του, θα αρμενίζει δεκαοχτώ μερόνυχτα, ώσπου να αντικρίσει στον ορίζοντα τα βουνά των Φαιάκων (ε 279 κ.)· και όταν έπειτα ο Ποσειδώνας του διαλύει τη σχεδία, θα παλέψει τρία μερόνυχτα, ώσπου να βγει ξέπνοος σ’ ένα ακρόγιαλο της Φαιακίας (ε 390).
Εννέα μερόνυχτα (τρεις φορές), έξι μερόνυχτα, δεκαοχτώ μερόνυχτα, τρία μερόνυχτα: Δεν χρειάζεται μεγάλη σοφία, για να καταλάβουμε πως ο ποιητής οργανώνει τα φανταστικά δρομολόγια του ήρωά του με τον τυπικό αριθμό τρία και τα πολλαπλάσιά του· και τους τυπικούς αριθμούς δεν μας επιτρέπεται βέβαια να τους χρησιμοποιήσουμε σαν πραγματικά στοιχεία στους υπολογισμούς μας.
Και κάτι άλλο όμως: Για πολλές διαδρομές του Οδυσσέα, όπως από τους Λωτοφάγους στους Κύκλωπες (ι 105 κκ.), από τους Κύκλωπες στο νησί του Αιόλου (κ 1), από τη Λαιστρυγονία στο νησί της Κίρκης (κ 135), από το νησί της Κίρκης στις Σειρήνες (μ 167), από τη Σκύλλα και τη Χάρυβδη στο νησί του Ήλιου (μ 260 κ.), δεν μας δίνει η Οδύσσεια καμιά θετική πληροφορία για τις αποστάσεις ανάμεσα στους τόπους αυτούς:
ἔνθεν δὲ προτέρω πλέομεν ἀκαχήμενοι ἦτορ·
Κυκλώπων δ᾽ ἐς γαῖαν ὑπερφιάλων ἀθεμίστων
ἱκόμεθ᾽ (ι 105 κκ. )
Αἰολίην δ᾽ ἐς νῆσον ἀφικόμεθ᾽ (κ 1).
Τι να βγάλουμε από τέτοιες μαρτυρίες; Με την αοριστία αυτή όπως και με τη χρησιμοποίηση τυπικών αριθμών γίνεται μάταιη κάθε προσπάθεια να εντοπίσουμε τους διάφορους σταθμούς μέσα σ’ έναν έτσι κι αλλιώς φανταστικό κόσμο.
Μήπως θα μπορούσαμε τουλάχιστο να προσανατολιστούμε από τη μνεία των ανέμων που παρασέρνουν το στόλο—ή, αργότερα, το μοναδικό καράβι — του Οδυσσέα; Ούτε αυτό· γιατί ο Όμηρος, ακριβώς γιατί είναι ποιητής και όχι γεωγράφος, έχει απλοποιήσει το ανεμολόγιο και αναφέρει μόνο τους τέσσερις κύριους ανέμους — το βοριά, το νοτιά, τον ανατολικό (τον Εύρο) και τον δυτικό (τον Ζέφυρο) —σαν να μην φυσούσαν τότε άλλοι άνεμοι! Και αυτούς τους τέσσερις όμως πολύ σπάνια τους χρησιμοποιεί, για να καθορίσει χοντρικά την πορεία. Μια και έβαζε τον ήρωά του να ταξιδέψει σε μυθικές θάλασσες και χώρες, ποιος ο λόγος να ακριβολογήσει;
Από ορισμένα στοιχεία συνάγουμε πως ο Όμηρος τοποθετούσε τις φανταστικές πλάνες του Οδυσσέα ως σύνολο στην απόμακρη Δύση. Αυτό όμως δεν τον εμπόδισε μια φορά, επηρεασμένος από την Αργοναυτική παράδοση, να τον ξαποστείλει στην αντίθετη άκρη του κόσμου, στην απώτατη Ανατολή. Ο λόγος είναι για το νησί της Κίρκης· η μάγισσα είχε, λέει, πατέρα τον Ήλιο και αδελφό τον Αιήτη (κ 135 κκ.)—που βασίλευε στην Κολχίδα, στα ανατολικά παράλια της Μαύρης θάλασσας. Αιήτης ο αδελφός, Αιαία (Αία) το νησί της Κίρκης: Τα δύο ονόματα δύσκολα να τα διασπάσουμε. Έχουμε άλλωστε την πρόσθετη πληροφορία στην Οδύσσεια (μ 3 κ.) πως στο νησί της μάγισσας βρίσκονταν τα σπίτια και τα χοροστάσια της Ηώς, της θεάς της αυγής, και η ανατολή του Ήλιου δεν υπάρχει λοιπόν καμιά αμφιβολία πως βρισκόμαστε στην ανατολική τελείωση του κόσμου. Και όμως ο ποιητής δεν κάνει τον κόπο να εξηγήσει πώς ο ήρωάς του βρέθηκε από τη δυτική στην ανατολική άκρη της γης και πώς ξαναγύρισε έπειτα στη δυτική.
Ύστερα από όσα εκθέσαμε, ελπίζω να έχουμε καταλάβει πόσο δίκιο έχουν οι ομηρολόγοι που διαμαρτύρονται γι’ αυτή την κακομεταχείριση της Οδύσσειας, σαν να ήταν ένας ακριβολογημένος οδηγός θαλασσοπορίας για τους ναυτικούς και όχι έργο της ποιητικής φαντασίας. Στα τελευταία χρόνια, έξω από τη συστηματική πολεμική του Albin Lesky, είναι και ο Walter Marg που χτύπησε δυνατά όλη αυτή την άχρηστη δοκησισοφία.
Το κακό είναι πως όλες αυτές οι θεωρίες, καθώς μάλιστα καμώνονται πως εφαρμόζουν αυστηρά επιστημονικά κριτήρια, ασκούν μιαν ακατανίκητη γοητεία πάνω στον κόσμο. Ο αφελής αναγνώστης τρίβει τα μάτια του, όταν, κάτω από μιαν εντυπωσιακή φωτογραφία, η λεζάντα τον πληροφορεί πως στη σπηλιά που βλέπει έφαγε ο Πολύφημος τους συντρόφους του Οδυσσέα, ή πως σ’ αυτού του ποταμού τους όχτους συναπαντήθηκε ο ναυαγός Οδυσσέας με τη βασιλοπούλα των Φαιάκων.
Για τον απλοϊκό αναγνώστη υπάρχει και ένας άλλος κίντυνος: Το έντυπο, σαν έντυπο και μόνο, και ας λέει ανυπόστατα πράγματα, ασκεί πάνω του μια πειστικότητα, που κανείς δεν τη φαντάζεται: Αφού τα λέει το βιβλίο, πώς να μην είναι αληθινά; Αν μάλιστα προσθέσει κανείς τη δημοσιογραφική προβολή, τους χτυπητούς τίτλους και τη μαγεία που περιβάλλει κάθε παραδοξολογία, τότε θα καταλάβουμε πόσον αγώνα έχει να κάνει στο σχολείο ο φιλόλογος, για να κρατήσει την τάξη του μακριά από όλη αυτή την ψευτοφιλολογία.
Πολλά παιδιά θα έρθουν στο σχολείο πληροφορημένα από τους μεγάλους του σπιτιού:
Ο πατέρας μου διάβασε σε κάποια εφημερίδα (ή περιοδικό) πως ο Οδυσσέας ταξίδεψε στην Αμερική, ή στον Βόρειο Πόλο, ή στα ανατολικά της Μαδαγασκάρης. Γιατί να μην είναι αλήθεια;
Για να προφυλάξουμε τα παιδιά από τέτοια παραστρατήματα, θα μπορούσαμε, αν είναι ώριμα, να χρησιμοποιήσουμε την επιχειρηματολογία της μελέτης αυτής, ότι δηλαδή, όταν ο ένας ισχυρίζεται πως οι Φαίακες κατοικούσαν στην Παλαιστίνη, ο άλλος στην Τυνησία, ο άλλος στην Ισπανία, ο άλλος στην Ελγολάνδη κλπ., θα πει πως κάτι δεν πάει καλά. Πάνω απ’ όλα, θα τους τονίσουμε πόσο αδικούμε τον Όμηρο κάνοντάς τον γεωγράφο.
Αν τα παιδιά της τάξης είναι μικρότερα, εγώ θα τους έλεγα: Όταν διαβάζετε το παραμύθι του βασιλόπουλου που φόρεσε σιδερένια παπούτσια και κίνησε περνώντας από πλήθος χώρες για να βρει το αθάνατο νερό, αναρωτηθήκατε ποτέ από ποιες ακριβώς χώρες πέρασε; Όχι βέβαια! Ούτε γυρέψατε να βρείτε στο χάρτη τα ταξίδια του Γκιούλιβερ στη χώρα των νάνων και των γιγάντων. Γιατί τώρα θέλετε στο παραμύθι της Οδύσσειας να μάθετε ακριβώς τους τόπους που πάτησε ο Οδυσσέας; Μήπως επειδή οι τόποι αυτοί έχουν ονόματα, Θρινακία, Αιαία, Σχερία κλπ.; Μα και στον Γκιούλιβερ οι χώρες των νάνων και των γιγάντων έχουν ονόματα:
Λιλιπούτη η πρώτη, Μπρόμπντινιακ η δεύτερη· η πρωτεύουσα της πρώτης λεγόταν, λέει, Λόρμπρουλντλαντ, και το νησί, όπου έμεναν οι εχτροί των Λιλιπούτειων, Μπλεφούσκου· θα πεί γι’ αυτό πως είναι πραγματικά τοπωνύμια και μπορούμε να τα βρούμε στο χάρτη;
Η συζήτηση για τα γεωγραφικά δεδομένα της Οδύσσειας μπορεί και πρέπει να κλείσει στην τάξη μέσα σε μια το πολύ ώρα, περισσότερες δεν της αξίζουν. Γιατί και μόνο το ερώτημα πόση πραγματική γεωγραφία δίνει η Οδύσσεια έξω από τον αιγαιοπελαγίτικο χώρο, είναι, όπως είδαμε, από τη βάση του σφαλερό.
Και για κάποιον άλλο όμως λόγο πιστεύω πως το θέμα αυτό πρέπει να παραμεριστεί γρήγορα γιατί τη διδασκαλία του Ομήρου δεν έχουμε το δικαίωμα να την αποπροσανατολίζουμε από τον κύριο σκοπό της. Ελπίζω να είμαστε όλοι σύμφωνοι, αν πω πως χωρίς να υποτιμούμε τη σημασία των στοιχείων που ονομάζουμε πραγματικά (realia)—και η γεωγραφία εδώ ανήκει—, την Ιλιάδα και την Οδύσσεια τη μελετούμε πάνω απ’ όλα ως έργα της τέχνης του λόγου. Καλό είναι βέβαια να κατατοπίζουμε τα παιδιά μας στα προβλήματα του υλικού πολιτισμού των ομηρικών επών: οπλισμός, ενδυμασία, τροφή, γεωργία, βιοτεχνία, εμπόριο και τα όμοια.
Ακόμα πιο αναγκαίο είναι να τα κατατοπίζουμε πάνω στα στοιχεία του πνευματικού πολιτισμού των δύο επών ας πούμε, πάνω στη θρησκευτική πίστη που φανερώνουν, στις αντιλήψεις για το θάνατο και για τον Κάτω Κόσμο, στα έθιμα της οικογένειας, του γάμου κλπ. Πάνω από όλα όμως δεν θα ξεχνούμε πως το κύριο χρέος μας είναι να δώσουμε στα παιδιά να καταλάβουν την Ιλιάδα και την Οδύσσεια ως ποίηση, όχι ως πηγή για ιστορικές γνώσεις, όσο και να μας προσφέρονται γι’ αυτό.
Πώς ο Όμηρος πλάθει τους στίχους του, κατά κανόνα με απαρτισμένο τον καθένα νόημα, σύμφωνα με το νόμο της ισομετρίας, χωρίς όμως να αποφεύγει κάποτε τον σκόπιμο διασκελισμό· πώς χρησιμοποιεί το κοσμητικό που λέμε επίθετο· πώς προτιμάει στη σύνταξη την παράταξη αντί για την υπόταξη· πώς ζωντανεύει τα ηρωικά δρώμενα με τις παρομοιώσεις του· πώς αποφεύγει συστηματικά τον πλάγιο λόγο· ακόμα, πώς αντιζυγιάζει τη μια σκηνή με την άλλη· πώς κατορθώνει να δαμάσει το απέραντο υλικό που είχε αποφασίσει να δώσει· πώς προβάλλει κάθε τόσο το φώς σε σύμβολο της ζωής και το σκοτάδι σε σύμβολο του θανάτου· έπειτα, πώς δίνει το ήθος των ηρώων του με τα λόγια τους και με τις πράξεις τους· πώς τους δένει στενά με τη συγγένεια, τον έρωτα και τη φιλία και πώς τους χωρίζει με το μίσος και την εχθρότητα· πώς τους υψώνει σε πρότυπα της ανθρώπινης αρετής· πώς δίνει τη γυναίκα στις μορφές της Ελένης, της Αντρομάχης, της Εκάβης, της Πηνελόπης, της Αρήτης, της Ναυσικάς· πώς τιμά την αρετή του μεγάλου ήρωα, από τη μια, στις μορφές του Αχιλλέα, του Έχτορα, του Διομήδη κλπ., του απλού ανθρώπου, από την άλλη, στις μορφές του Εύμαιου, του Φιλοίτιου, της Ευρύκλειας.
Ακόμα, πώς παίρνει το λαϊκό παραμύθι και το λαϊκό τραγούδι της εποχής του και το εξευγενίζει εισάγοντάς το στην ηρωική σφαίρα· πώς και την παλιά επική παράδοση την παραλλάζει, για να της αποσπάσει καινούριο νόημα· πώς καταφεύγει σε επίνοιες της στιγμής, για να εξυπηρετήσει καλύτερα το νόημα της σκηνής, αδιαφορώντας για τις λογικές αντιφάσεις που προκαλεί, όταν τη συγκρίνουμε με άλλες σκηνές· πώς, γενικότερα, οι ποιητικοί νόμοι τον αναγκάζουν μερικές φορές να αδιαφορήσει για τη φυσική πιθανοφάνεια· πώς πρέπει να κρατούμε καθαρά τα σύνορα που χωρίζουν ένα ποιητικό από ένα πραγματικό πρόσωπο.
Και κάτι άλλο όμως: Η γνώμη μου είναι πως στο σχολείο θα αγνοήσουμε όλες τις αναλυτικές θεωρίες και θα βοηθήσουμε τα παιδιά να δουν την Ιλιάδα σαν μιαν ενότητα, το ίδιο και την Οδύσσεια.
Ίσως, στους μαθητές των μεγάλων τάξεων, όταν θα υπογραμμίζουμε τις διαφορές ανάμεσα στα δύο έπη, θα μιλήσουμε για την αμφισβήτηση που υπάρχει, αν και η Οδύσσεια είναι έργο του Ομήρου. Και για το ζήτημα όμως αυτό δεν θα χάσουμε πολύν καιρό, γιατί στο σχολείο οι νέοι πρέπει να χαρούν το κείμενο τόσο της Ιλιάδας όσο και της Οδύσσειας, όχι να μπλέξουν σε φιλολογικές θεωρίες, που αντιμάχονται μάλιστα η μία την άλλη. Και το κάτω κάτω, κατά τι αλλάζει η ποιότητα της Οδύσσειας, αν ο ποιητής της είναι άλλος από της Ιλιάδας;
Αυτά που έχουμε να δώσουμε στα παιδιά του σχολείου πέρα από τα realia δεν είναι, όπως βλέπουμε, λίγα. Τα realia πλουτίζουν βέβαια τις ιστορικές τους γνώσεις· το μήνυμα όμως του ποιητή, αυτό που πάνω από όλα θα θρέψει τις ψυχές των νέων, αυτό δεν βρίσκεται ούτε στον τρόπο που αρματώνει τους πολεμιστές του, ούτε στο αν, όταν έστελνε τον Οδυσσέα στα άξενα πελάγη, είχε στο νου του ορισμένους γεωγραφικούς χώρους, και αν ακόμα δεχτούμε πως οι γεωγραφοκυνηγοί της Οδύσσειας έχουν δίκιο — που εξάπαντος δεν έχουν!
Μιλώντας για την οδυσσειακή γεωγραφία αποφύγαμε να μιλήσουμε για το πρόβλημα της Ιθάκης. Εδώ ο λόγος δεν είναι για χώρα μυθική. Το βέβαιο ωστόσο είναι πως υπάρχει ένα πρόβλημα σχετικά με τους στίχους 25 κκ. του ι. Και με αυτό όμως δεν πρέπει, νομίζω, να απασχολήσουμε τα παιδιά μας, γιατί ούτε λύθηκε ως τώρα ούτε είναι εύκολο να λυθεί. Το μόνο που θα πρέπει να ξέρουν στο σχολείο είναι πως η σημερινή Ιθάκη είναι και η Ιθάκη του Ομήρου. Τις θεωρίες πως η ομηρική Ιθάκη είναι η σημερινή Λευκάδα ή η Κεφαλλονιά ούτε θα τις αναφέρουμε.
Το πρόβλημα του εντοπισμού της Σχερίας των Φαιάκων είναι κάπως ιδιότυπο, γι’ αυτό και το αφήσαμε τελευταίο. Δεν χωρεί αμφιβολία πως πολλοί αναγνώστες του κεφαλαίου αυτού, όταν στις προηγούμενες σελίδες διάβασαν σε πόσο μακρινές χώρες εντοπίζουν οι νεότεροι ερευνητές τους Φαίακες, ένιωσαν μεγάλη απορία· γιατί τόση αναζήτηση την ώρα που ξέρουμε πως η Σχερία ταυτίζεται με τη σημερινή Κέρκυρα;
Η πίστη πως Σχερία δεν είναι παρά το παλιό όνομα της Κέρκυρας δεν ανήκει στα νεότερα μόνο χρόνια μπορούμε να την παρακολουθήσουμε ως τον 5ο π.Χ. αιώνα πίσω. Έτσι, ο Θουκυδίδης μαρτυρεί (1,25,4) πως οι σύγχρονοί του Κερκυραίοι καμάρωναν πως το νησί τους το είχαν κατοικήσει πριν από αυτούς οι τόσο έμπειροι στα ναυτικά πράγματα Φαίακες, γι’ αυτό και οι ίδιοι ήταν τόσο καλοί ναυτικοί.
Για ένα πράγμα πρέπει ωστόσο να μην αμφιβάλλουμε άσχετα με το τι πίστευαν οι Έλληνες της κλασικής εποχής, για τον ποιητή της Οδύσσειας η Σχερία είναι χώρα το ίδιο μυθική όπως η Ωγυγία της Καλυψώς και η Αιαία της Κίρκης. Όταν αναφέρει πως ο βασιλιάς των Φαιάκων Ναυσίθοος, ο πατέρας του Αλκίνοου, σήκωσε το λαό του από την Υπέρεια — άλλη μυθική και αυτή χώρα! —και τον εγκατάστησε στην απόμακρη Σχερία, τόσο μακριά από τους άλλους ανθρώπους, ώστε να μην έρχονται σε καμιάν επικοινωνία μαζί τους (ζ 8, ἑκὰς ἀνδρῶν ἀλφηστάων, 204 κ. ἀπάνευθε … ἔσχατοι, οὐδέ τις ἄμμι βροτῶν ἐπιμίσγεται ἄλλος), αποκλείεται να μιλεί για την Κέρκυρα· τη Σχερία πρέπει να τη φανταζόταν στα πέρατα της γης. Ούτε καν πως η Σχερία είναι νησί φαίνεται καθαρά από την περιγραφή της Οδύσσειας. Ο λόγος (ζ 204) πως οι Φαίακες (οἰκοῦσι) πολυκλύστῳ ἐνὶ πόντῳ δεν σημαίνει υποχρεωτικά πως είναι νησιώτες.
Και κάτι άλλο όμως αντιστρατεύεται στη γνώμη πως ο Όμηρος μιλώντας για τη Σχερία είχε στο νου του την Κέρκυρα: Το τόσο τονισμένο θέμα της θαυμαστής γρηγοράδας του καραβιού των Φαιάκων, αυτό που έφερνε τον Οδυσσέα στην πατρίδα του (ν 86 κκ. Πρβ. και η 36, 318 κκ., θ 561), θα έχανε όλο του το βάρος, αν η απόσταση ήταν τόσο μικρή όσο είναι ανάμεσα στην Κέρκυρα και στην Ιθάκη. Το μαγικό ταξίδι ενός καραβιού που πετάει όσο γρήγορα ο στοχασμός του ανθρώπου (η 36), προϋποθέτει απέραντα πελάγη ανάμεσα στη Σχερία και στο νησί του Οδυσσέα.
Κάποτε, στα αρχαϊκά φαίνεται χρόνια, οι Κερκυραίοι θέλησαν να οικειοποιηθούν τη δόξα πως ήταν απόγονοι των περίφημων Φαιάκων και κληρονόμοι της ναυτικής επιστήμης τους, γι’ αυτό γνοιάστηκαν να πλάσουν το μύθο πως η πατρίδα τους είχε πάρει το όνομά της από την Κέρκυρα, την κόρη του βοιωτικού Ασωπού, που την είχε κλέψει από το πατρικό της σπίτι ο Ποσειδώνας και κρύψει στο νησί. Γιος του Ποσειδώνα και της Κέρκυρας, ο Φαίακας, έδωκε έπειτα το όνομά του στους πρώτους κατοίκους του νησιού.
Του Φαίακα γιος ήταν ο Αλκίνοος (πρβ. Ελλάν. 4 F 77 J. και Διόδ. 4, 72, 3). Με τον τρόπο αυτό το ομηρικό οικογενειακό δέντρο του Αλκίνοου (η 61 κ.: Ποσειδώνας~Περίβοια—Ναυσίθοος—Αλκίνοος) παραμερίστηκε, και η ταύτιση της Σχερίας με την Κέρκυρα νομιμοποιήθηκε, αφού ο βασιλιάς της Σχερίας Αλκίνοος είχε τώρα γιαγιά την Ασωπίδα Κέρκυρα: Ποσειδώνας~Κέρκυρα—Φαίακας—Αλκίνοος.
Τον ισχυρισμό τους ότι η Σχερία και η Κέρκυρα ήταν το ίδιο νησί οι Κερκυραίοι ήταν φυσικό να ζητήσουν από την αρχή να τον δυναμώσουν με τοπογραφικά στοιχεία. Έτσι, μέσα σε άλλα που μας διαφεύγουν, ξέρουμε πως έδειχναν το καράβι που είχε για τιμωρία μαρμαρωθεί από τον Ποσειδώνα μπροστά στο λιμάνι, μόλις είχε γυρίσει από την Ιθάκη και ετοιμαζόταν να ρίξει άγκυρα (ν 159 κκ. Βλέπε τις σχετικές μαρτυρίες στον Ν. Πολίτη, Παραδόσεις 2, 867 κ.). Το ίδιο και σήμερα στην Κέρκυρα σου δείχνουν το πετρωμένο καράβι — το περίφημο Ποντικονήσι! — απέναντι στο Κανόνι, ακόμα, στη δυτική πλευρά του νησιού, το ακρογιάλι, όπου η Ναυσικά έκανε την πλύση της.
Και στο σχολείο, νομίζω, πρέπει να δείξουμε στα παιδιά πως το κείμενο της Οδύσσειας δεν επιτρέπει την ταύτιση της Σχερίας με την Κέρκυρα. Την απογοήτευση που θα νιώσουν ας ζητήσουμε, θα πρότεινα, να την αντισηκώσουμε τονίζοντάς τους πόσο σεβαστή ηλικία έχει η σφαλερή αυτή γνώμη, αφού την ξέρει ο Θουκυδίδης κιόλας.