«Στη δεκαετία του 1920, η θεία μου η Τζιούν, νεαρή τότε, άφησε το σπίτι της στο Κάνσας Σίτι και περιπλανήθηκε μόνη της στη Σαγκάη –επικίνδυνο ταξίδι εκείνη την εποχή για μια μοναχική γυναίκα. Εκεί η Τζιούν γνώρισε και παντρεύτηκε ένα Βρετανό ντέντεκτιβ της αποικιακής αστυνομίας, που είχε την έδρα της σ’ εκείνο το διεθνές κέντρο εμπορίου και ίντριγκας.
Όταν οι Ιάπωνες κατέκτησαν τη Σαγκάη στις αρχές του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, η θεία μου και ο άνδρας της κλείστηκαν στο στρατόπεδο εκείνο που περιέγραψε τόσο ζωηρά το βιβλίο και η ταινία, Η Αυτοκρατορία του Ήλιου. Κατάφεραν να επιζήσουν σ’ εκείνη τη φυλακή για πέντε φριχτά χρόνια, τόσο εκείνη όσο και ο άνδρας της. Όταν βγήκαν από το στρατόπεδο, είχαν κυριολεκτικά χάσει τα πάντα. Άφραγκοι, επαναπατρίστηκαν στη Βρετανική Κολομβία.
Θυμάμαι, παιδάκι, την πρώτη μου συνάντηση με τη θεία Τζιούν, μια φλογερή ηλικιωμένη γυναίκα, που είχε διανύσει μια αξιοσημείωτη πορεία στη ζωή της. Στα τελευταία της έπαθε ένα εγκεφαλικό επεισόδιο που την άφησε μερικά παράλυτη. Μετά από μια αργή και δύσκολη ανάρρωση, η θεία μου ήταν σε θέση να περπατήσει ξανά, κουτσαίνοντας όμως.
Εκείνα τα χρόνια, θυμάμαι που έβγαινα βόλτα μαζί της. τότε θα ήταν γύρω στα εβδομήντα. Κάποια φορά απομακρύνθηκε και ύστερα από κάμποσα λεπτά άκουσα μια αδύναμη κραυγή, ήταν η Τζιούν που καλούσε σε βοήθεια. Είχε πέσει και δεν μπορούσε από μόνη της να σηκωθεί. Έτρεξα να τη βοηθήσω και, καθώς τη σήκωνα, εκείνη, αντί να παραπονεθεί ή να θυμώσει, γέλασε με το περιστατικό, το μόνο της σχόλιο ήταν ένα ξέγνοιαστο: «Πάλι καλά που μπορώ να περπατήσω ξανά!»»
Με αυτή την προσωπική ιστορία ο Daniel Goleman, στο βιβλίο του, Η Συναισθηματική Νοημοσύνη, προσπαθεί να μιλήσει για τα συναισθήματα μερικών ανθρώπων που τείνουν προς τη θετική πλευρά της ζωής, τονίζοντας πως αυτοί οι άνθρωποι είναι από τη φύση τους αισιόδοξοι και καλόβολοι, ενώ άλλοι είναι σκυθρωποί και μελαγχολικοί. Ο γνωστός ψυχολόγος υποστηρίζει πως αυτή η διάσταση της ψυχοσύνθεσης φαίνεται συνδεδεμένη με την αντίστοιχη δραστηριότητα της δεξιάς και της αριστερής προμετωπιαίας περιοχής του εγκεφάλου μας.
Γι’ αυτή του την άποψη, στηρίχθηκε στα αποτελέσματα -ύστερα από επιστημονικές μελέτες- του συναδέλφου του Ντέιβιντσον, ο οποίος ανακάλυψε ότι οι άνθρωποι που παρουσιάζουν περισσότερη δραστηριότητα στον αριστερό προμετωπιαίο λοβό, σε σχέση με τον δεξιό, χαίρονται με όσα τους προσφέρει η ζωή και συνέρχονται σχετικά γρήγορα και εύκολα από τη «χτυπήματά της» σε αντίθεση με τους δεύτερους που έχουν τάσεις αρνητισμού και κακή διάθεση, και εύκολα αναστατώνονται από τις δυσκολίες της ζωής.
Όμως η αντίθεση αυτή στην ψυχοσύνθεση του μουτρωμένου και του κεφάτου ατόμου με ποιους τρόπους εκδηλώνεται; Ένα παράδειγμα έρευνας θα μπορούσε να μας δώσει μια γεύση.
Πραγματοποιήθηκε ένα πείραμα όπου εθελοντές παρακολούθησαν, μικρά βιντεάκια. Μερικά έδειχναν έναν γορίλα που έκανε το μπάνιο του, ένα κουταβάκι που έπαιζε. Άλλα, ένα εκπαιδευτικό φιλμάκι για νοσοκόμους με φρικιαστικές σκηνές από χειρουργικές επεμβάσεις. Τα αποτελέσματα;
Τα μελαγχολικά άτομα «του δεξιού ημισφαίριου» βρήκαν τα χαρούμενα φιλμάκια διασκεδαστικά, κι ένιωσαν φόβο και αποστροφή στο αίμα του χειρουργείου. Φαίνεται λοιπόν ότι ανάλογα με την ψυχοσύνθεσή μας τείνουμε να αντιδρούμε στη ζωή είτε με θετικό είτε με αρνητικό τρόπο. Όμως, παρόλο που αυτή η βασική διάσταση της ψυχοσύνθεσής υπάρχει σχεδόν από τη γέννησή μας, είμαστε καταδικασμένοι να περάσουμε όλη τη ζωή μας μουρμουρίζοντας;
Οι παρατηρήσεις που προέκυψαν από την έρευνα του διαπρεπή ψυχολόγου, ερευνητή της εξελικτικής ψυχολογίας στο πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ Τζέρομ Κάγκαν, για τα ντροπαλά παιδιά, αφήνουν νότες… αισιοδοξίας.
Υποστηρίζει, πως, όλα τα φοβισμένα νήπια δεν γίνονται διστακτικά και απρόθυμα μεγαλώνοντας και η υπερδιεγερμένη αμυγδαλή μπορεί να ελεγχθεί με την παροχή των κατάλληλων εμπειριών. Σημαντικό ρόλο αποτελούν τα συναισθηματικά μαθήματα και οι αντιδράσεις που τα παιδιά αποκτούν μεγαλώνοντας. Οι γονείς τους καλούνταν από τα πρώτα στάδια της ζωής τους να τους εστιάσουν στο πως μαθαίνει το παιδί να αντιμετωπίζει τη φυσική του συστολή. Γονείς που επινοούν ενθαρρυντικές εμπειρίες για τα παιδιά τους τους προσφέρουν αυτό που μπορεί να επιφέρει μια μόνιμη θεραπεία της δειλίας τους.
Επίσης, ο ερευνητής Κάγκαν επισημαίνει: «Φαίνεται πως οι μητέρες που προστατεύουν τα υπερβολικά ανήσυχα νήπια τους από την απόγνωση και το άγχος, ελπίζοντας να έχουν ένα ευεργετικό αποτέλεσμα, επιτείνουν τη αβεβαιότητα του παιδιού και επιφέρουν το εντελώς αντίθετο αποτέλεσμα. Με άλλα λόγια η στρατηγική του «προστατευτισμού» έχει το αντίθετο αποτέλεσμα, στερώντας από τα νήπια την ευκαιρία να μάθουν να ηρεμούν από μόνα τους μπροστά στο άγνωστο κι έτσι να αποκτήσουν κάποιο έλεγχο των φόβων τους.»
Από την άλλη πλευρά, διευκρίνισε το εξής: «τα παιδιά που μέχρι να φθάσουν στο νηπιαγωγείο έχουν χάσει αρκετή από τη δειλία τους φαίνεται ότι είχαν γονείς που ασκούσαν μια διακριτική πίεση επάνω τους ώστε να γίνονται πιο εξωστρεφή. Παρόλο που αυτό το χαρακτηριστικό της ψυχοσύνθεσης φαίνεται λίγο πιο δύσκολο να αλλάξει από άλλα –πιθανώς λόγω της βιοσωματικής του υπόστασης-, καμιά ανθρώπινη ιδιότητα δεν είναι αμετάβλητη».
Όπως παρατηρούν οι συμπεριφορικοί γενετιστές, τα γονίδια από μόνα τους δεν έχουν την ικανότητα να καθορίσουν τη συμπεριφορά. Το περιβάλλον μας, ιδιαίτερα αυτό που βιώνουμε και μαθαίνουμε μεγαλώνοντας, διαμορφώνει την προδιάθεσή μας στη ζωή. Οι συναισθηματικές μας ικανότητες με τη σωστή μάθηση μπορούν να βελτιωθούν.
via: enallaktikidrasi.com