Η ζάχαρη, την οποία εδώ και χιλιετίες οι άνθρωποι παραλαμβάνουν από τα ζαχαροκάλαμα και τα ζαχαρότευτλα, είναι ένα από τα λίγα συστατικά που, αν και έχει προκαλέσει τόσο έντονο ερευνητικό ενδιαφέρον και αντικρουόμενες απόψεις, εντούτοις εξακολουθεί να αποτελεί αγαπημένη συνήθεια των ανθρώπων σε όλο τον κόσμο. Τελικά, μπορεί η ζάχαρη να αποτελεί μέρος ενός ισορροπημένου διαιτολογίου;
Μπορεί η ζάχαρη να προκαλέσει προβλήματα υγείας;
Όταν η ζάχαρη καταναλώνεται με μέτρο και στα πλαίσια ενός ισορροπημένου διαιτολογίου δεν προκαλεί προβλήματα υγείας, όπως η παχυσαρκία και ο σακχαρώδης διαβήτης τύπου ΙΙ. Έτσι, σήμερα πλέον γνωρίζουμε ότι, ο σακχαρώδης διαβήτης τύπου ΙΙ είναι μια χρόνια ασθένεια που εμφανίζεται όταν ο οργανισμός δεν είναι πλέον σε θέση να παράγει αρκετή ή και καθόλου ινσουλίνη, ή δεν μπορεί να την χρησιμοποιήσει κατάλληλα, και ότι δεν ευθύνεται μεμονωμένα η κατανάλωση ζάχαρης για την κατάσταση αυτή.
Ωστόσο, η υπερβολική κατανάλωση των τροφίμων που περιέχουν ζάχαρη, όπως και οποιουδήποτε άλλου συστατικού που αποδίδει θερμίδες, όπως του λίπους, για παράδειγμα, που περιέχει διπλάσιο αριθμό θερμίδων, μπορεί να οδηγήσει στην εμφάνιση παχυσαρκίας, η οποία αποτελεί βέβαιο παράγοντα κινδύνου για την εμφάνιση διαβήτη αλλά και δεκάδων άλλων προβλημάτων υγείας.
Αλλά και η παχυσαρκία, με τη σειρά της, δεν προκαλείται μεμονωμένα από την κατανάλωση ζάχαρης, αλλά εμφανίζεται κατά κύριο λόγο όταν διαταράσσεται το ενεργειακό ισοζύγιο, δηλαδή όταν, η ενέργεια που προσλαμβάνει κανείς μέσω της διατροφής του είναι περισσότερη από εκείνη που δαπανά για τις μεταβολικές του ανάγκες και τη σωματική του δραστηριότητα, ανεξάρτητα από το αν η περίσσεια ενέργειας προέρχεται από τη ζάχαρη ή οποιοδήποτε άλλο υδατάνθρακα, ή πρωτεΐνη ή λίπος.
Μήπως η ζάχαρη μας προκαλεί εθισμό;
Πολυάριθμες μελέτες και ειδικοί διαφορετικών επιστημονικών πεδίων συμφωνούν ότι η προτίμησή μας στη γλυκύτητα είναι έμφυτη και ότι ίσως μάλιστα αποτελεί έναν εξελικτικό μηχανισμό επιβίωσης ο οποίος αρχικά διασφαλίζει την αποδοχή του μητρικού γάλακτος, που έχει ελαφρώς γλυκιά γεύση λόγω της λακτόζης, και στη συνέχεια μας καθοδηγεί προς ασφαλή, θρεπτικά τρόφιμα. Στη φύση, για παράδειγμα το «ξινό/πικρό» συχνά υποδηλώνει την αλλοίωση του τροφίμου.
Το γεγονός όμως ότι «απολαμβάνουμε» τη γλυκύτητα δεν σημαίνει ότι είμαστε εθισμένοι στη ζάχαρη. Οι άνθρωποι ορισμένες φορές λέμε με σχετική ευκολία ότι «είμαστε εθισμένοι» σε αγαπημένες καταστάσεις ή συνήθειες όμως η αλήθεια είναι ότι, ο εθισμός στις εξαρτησιογόνες ουσίες είναι μια πολύ σοβαρή κατάσταση με πολλές συνέπειες για τον άνθρωπο και την κοινωνία. Σε ότι, λοιπόν, αφορά τη ζάχαρη, η σύγχρονη επιστήμη δεν αποδεικνύει ότι προκαλεί εθισμό.
Για παράδειγμα δεν έχει αποδειχτεί ότι στον άνθρωπο η ζάχαρη προκαλεί φαινόμενα αντίστοιχα με εκείνα που προκαλούν οι εξαρτησιογόνες ουσίες, όπως είναι η ανοχή και το στερητικό σύνδρομο, ούτε η δράση της επηρεάζεται από τα φάρμακα που θα περίμενε κανείς να την επηρεάσουν στην περίπτωση που όντως προκαλούσε εξάρτηση. Αυτό που ισχύει, όμως είναι ότι, όταν καταναλώνουμε ζάχαρη, αλλά και οποιοδήποτε εύγευστο τρόφιμο, ενεργοποιείται το «σύστημα ανταμοιβής» στον εγκέφαλο και νιώθουμε ένα αίσθημα ευχαρίστησης. Βέβαια, το ίδιο ακριβώς «σύστημα» ενεργοποιείται και από πολλά άλλα «ευχάριστα» φαινόμενα όπως η μουσική, το χιούμορ, η νίκη ή η αναμονή της νίκης, η σωματική έλξη, η αναγνώριση του παιδιού από τη μητέρα του κ.λπ.
Τελικά, μπορούμε να καταναλώνουμε ζάχαρη, και αν ναι, πόσο;
Η ζάχαρη είναι ένας απλός υδατάνθρακας, όπως και η φρουκτόζη των φρούτων και η λακτόζη στο γάλα, και όπως όλοι οι υδατάνθρακες μας δίνει ενέργεια και συγκεκριμένα 4 θερμίδες ανά γραμμάριο. Επίσης, η ζάχαρη δίνει γλυκιά γεύση στο καθημερινό μας διαιτολόγιο και όπως πολλές άλλες «θετικές» καταστάσεις της καθημερινότητάς, μας δημιουργεί ένα αίσθημα ευχαρίστησης.
Βέβαια, με δεδομένο ότι ένα ισορροπημένο διαιτολόγιο πρέπει να καλύπτει τις ανάγκες μας όχι μόνο σε ενέργεια ή «ευχαρίστηση» αλλά και σε διάφορα θρεπτικά συστατικά, η ζάχαρη πρέπει να καταναλώνεται με μέτρο, ώστε να αφήνει τον απαραίτητο «χώρο» για το πλήθος των τροφίμων και ροφημάτων που περιέχουν όλα τα αναγκαία για την υγεία μας θρεπτικά συστατικά και σε ποσότητα που προσαρμόζεται στις ιδιαίτερες ανάγκες και τον τρόπο ζωής μας, ώστε να μην υπερβαίνουμε τα «θερμιδικά» μας όρια.