Ερμηνευτικές προσεγγίσεις σχετικά με τη δημιουργία του κόσμου έχουν επιχειρηθεί πάμπολλες στην πορεία της ανθρώπινης ιστορίας. Τούτες, όντας έργο της φαντασίας ανθρώπων των πιο διαφορετικών εποχών και πολιτισμών, καθώς και απαύγασμα της επιστημονικής σκέψης χαρισματικών δημιουργών, επιχειρούν να εξηγήσουν το επτασφράγιστο μυστικό της προέλευσης του Σύμπαντος, δίνοντας μια άλλοτε λιγότερο, άλλοτε περισσότερο ευλογοφανή εκδοχή σχετικά με το πώς δημιουργήθηκε ο κόσμος, ολοκληρώνοντας μ’ αυτόν τον τρόπο τη σύνθεση των λεγόμενων «κοσμοειδώλων» – η εικόνα που έχει για τον κόσμο μία συγκεκριμένη εποχή. Καθώς τα κοσμοείδωλα τούτα αποτελούν όχι μόνο φαντασιακές συνθέσεις, μα για τη συγκρότησή τους έχουν χρησιμοποιηθεί τα επιστημονικά δεδομένα της κάθε εποχής, θα λέγαμε πως ο κάθε πολιτισμός και η κάθε εποχή προσεγγίζει το φαινόμενο του Κόσμου, τελικά, με τα ίδια μέσα που αναστοχάζεται τον εαυτό της. Οι κοσμοεικόνες των Ασσυρίων, των Αιγυπτίων, των Κινέζων ή των αρχαίων Ελλήνων μάς πληροφορούν περισσότερο για το πώς σκέφτονταν τον εαυτό τους και την πραγματικότητα που τους περιέβαλλε οι εν λόγω πολιτισμοί και λιγότερο για το ποια είναι τελικά η προέλευση και η μορφή του κόσμου – στον βαθμό μάλιστα που όταν αναφερόμαστε σε αρχαίους πολιτισμούς δεδομένο είναι πως οι επιστήμες βρίσκονταν τότε ακόμα στα σπάργανα.
Ο Πλάτων, εισπράττοντας τη γόνιμη κι ευφάνταστη κοσμολογική δημιουργία των προσωκρατικών φιλοσόφων, επιχειρεί στον διάλογο Τίμαιος να δώσει μία κατά το μάλλον ή ήττον ευλογοφανή εκδοχή, όσον αφορά τη μορφή και τη δημιουργία του κόσμου, ολοκληρώνοντας ένα κοσμοείδωλο -το «ενιαίο σφαιρικό Σύμπαν»- που θα δεσπόσει στη Δύση για πολλές εκατονταετίες.
Ο πλατωνικός Τίμαιος
Σ’ αυτόν τον διάλογο, όπου συναντάμε πλήθος στοιχεία της πυθαγόρειας διδασκαλίας, ο κόσμος δημιουργήθηκε σύμφωνα μ’ ένα «πρότυπο» από τον Δημιουργό. Αυτό το πρότυπο, που αποτελεί μία ζωντανή πραγματικότητα, είναι ο κόσμος των ιδεών, που παραμένει αναλλοίωτος και αιώνιος και δεν γνωρίζει καμία εξέλιξη. Το «αντίγραφο» είναι αυτό που διαμορφώνεται αέναα και που δεν υπάρχει ποτέ σε κάποια πάγια μορφή. Ο κόσμος δημιουργήθηκε από την πρόνοια του Θεού – του Θεού Δημιουργού, που θέλησε η πραγματικότητα να διέπεται από «το αγαθό» και που φτιάχνοντας τον κόσμο θέλησε να επιτελέσει το ωραιότερο και συνάμα το καλύτερο έργο – ένα έργο τέχνης (ο «Θεός τεχνίτης»).
Τούτος ο κόσμος είναι ένας ζωντανός οργανισμός που έχει μία «Ψυχή». Για να φτιάξει αυτή την ψυχή, ο Δημιουργός ανέμειξε την Ταυτότητα και τη Διαφορά (το ταυτόν και το θάττερον του διαλόγου Σοφιστής) και έτσι απέσπασε μία τρίτη ουσία· αφού ανέμειξε αυτές τις τρεις ουσίες μοίρασε την «Ψυχή του Κόσμου», ακολουθώντας μία πυθαγόρεια γεωμετρία. Τούτη την «Ψυχή του Κόσμου» την τοποθέτησε στο κέντρο του κόσμου και την άπλωσε μέχρι που αυτή ξεπέρασε τα όριά του.
Ο Θεός, τότε, έφτιαξε τα τέσσερα είδη των ζωντανών και πρώτα απ’ όλα τους θεούς: τους πραγματικούς θεούς, φτιαγμένους από φωτιά, και τους θεούς των θρύλων, του Ομήρου και του Ησιόδου. Επειτα, τα πουλιά, τα ψάρια και τέλος, το γένος των ανθρώπων. Το ανθρώπινο γένος είναι έμψυχο.
Η ψυχή των ανθρώπων είναι μέρος της «Ψυχής του Κόσμου». Τα σώματα των ανθρώπων, όπου και κατοικεί τούτη η ψυχή, είναι ένα κράμα των τεσσάρων στοιχείων: του νερού, του αέρα, της γης και της φωτιάς.
Δίπλα σ’ αυτό το αιώνιο «παράδειγμα» και στο «αντίγραφο» ο Πλάτων τοποθετεί μία τρίτη οντότητα, ένα «τρίτο είδος», το οποίο ονομάζει «Υποδοχή» ή, διαφορετικά, «Χώρα», ένα δεδομένο που έβαλε σε σκέψη πολλούς σχολιαστές. Ο «χρόνος», από την πλευρά του, είναι «η κινητή εικόνα της αιωνιότητας».
Υπάρχουν πολλοί τρόποι για να προσεγγιστούν τα σχήματα του πλατωνικού Τίμαιου -ένας απ’ αυτούς είναι ο τρόπος που η Δύση διάβασε τον διάλογο, προσαρμόζοντάς τον στη χριστιανική διδασκαλία-, από την άλλη πλευρά όμως, ο Πλάτων σ’ αυτόν τον διάλογο καταπιάνεται, ίσως για πρώτη φορά στον κοσμολογικό στοχασμό της αρχαιότητας, με το πρόβλημα των προϋποθέσεων: με τους εικότες λόγους· ο Πλάτων έρχεται, ούτε λίγο ούτε πολύ, κοντά στη σύγχρονη επιστήμη, την οποία και συναντά στις ίδιες της τις προϋποθέσεις: «Αν και οι φυσικές επιστήμες δεν διεκδικούν πια τον ρόλο του απλού παιχνιδιού που ασκεί τη φαντασία, τείνουν να μεταφέρουν το κέντρο βάρους της φυσικής έρευνας από την αλήθεια στη μέθοδο: σημασία έχει η διατύπωση συνεκτικών και απλών εξηγήσεων, ακόμη και με την επίγνωση ότι οι εξηγήσεις αυτές έχουν μία άγνωστη αλλά αναπόφευκτη ημερομηνία λήξεως». (Πλάτων, Τίμαιος, εκδ. Πόλις, σ. 55). Το κριτήριο «της αληθοφάνειας» στην προσέγγιση του φυσικού κόσμου υιοθετείται από τον Πλάτωνα, παραγκωνίζοντας κάθε αμιγώς μυθική εκδοχή της πραγματικότητας, που προηγήθηκε σχεδόν κατ’ αποκλειστικότητα.
Η πλατωνική Χώρα
Η δυσπρόσιτη και δυσνόητη τούτη οντότητα του Τίμαιου ξεσήκωσε σειρά από σχόλια και διχογνωμίες, όχι μόνο μεταξύ των σχολιαστών, μα και μεταξύ των φιλοσόφων. Η «χώρα» στον διάλογο Τίμαιος είναι αυτό μέσα στο οποίο τα πράγματα χωρίζονται και διακρίνονται, τα μεν από τα δε. Ο Ζαν Μπρουν (Platon et L’ Academie, Ρ.U.F. σ. 73) παρατηρεί εύστοχα πως οι λέξεις χώρα και χωρίς έχουν την ίδια ετυμολογική ρίζα και πως ο όρος Χώρα υποδηλώνει ταυτόχρονα μία εστίαση και μία ρήξη, ένα σπάσιμο, εγγεγραμμένο στην κατασκευή του κόσμου, κόσμου βαθιά χωρισμένου από το αιώνιο ιδεατό του πρότυπο. Ο Derrida, που «ανακαλύπτει νύξεις σε χαρακτηριστικά της χώρας», «σε όλο το κείμενο της προκαταρκτικής συζήτησης του διαλόγου», πιστεύει πως «η χώρα παραπέμπει πάντοτε σ’ έναν χώρο κατειλημμένο, κατοικημένο, χώρο πολιτικό», (Πλάτων, Τίμαιος, εκδ. Πόλις, σ. 331). Ο Χάιντεγκερ, από την πλευρά του, «βλέπει στην πλατωνική χώρα έναν πρόδρομο του καρτεσιανού χώρου, της res extensa» (Πλάτων, Τίμαιος, σ. 331). Ενδιαφέρον παρουσιάζει και η παρατήρηση του Καστοριάδη, πως αν ο κόσμος μας είχε τη φύση της πλατωνικής Χώρας, και όχι τον «συνολίσιμο» χαρακτήρα του, κάθε λογής επιστήμη ή σκέψη θα ‘ταν αδύνατες.
Εμείς θα προτείναμε να δούμε στην πλατωνική Χώρα την κατεξοχήν θεματοποίηση, εκ μέρους του Πλάτωνα, στον εν λόγω διάλογο, της έννοιας της απροσδιοριστίας, έννοια που απασχολεί έντονα τον Πλάτωνα κατά την τελευταία περίοδο του έργου του, έννοια που ο Πλάτων παρακάμπτει, αποφεύγοντας να της δώσει τη θέση που τούτη δικαιούται στο φιλοσοφικό πρόγραμμα που εκπονεί – κάτι που κάνει απολύτως συνειδητά κάτω από την πίεση πολιτικών συνιστωσών. Η έννοια της απροσδιοριστίας, τόσο κοντινή στην πολιτιστική παραγωγή του 20ού αιώνα, θα λέγαμε πως «θρέφει» τον υπερδισχιλιετή Λόγο, υποφώσκοντας κάτω από τις αριστοτελικές κατηγορίες και υπονομεύοντας τις εγελειανές έννοιες, μα και στιγματίζοντας τη σύγχρονη φυσική επιστήμη (Χάιζενμπεργκ και αρχή της απροσδιοριστίας).
Το πρόβλημα της ύλης
Με τον όρο ύλη υποδηλώνεται η ουσία από την οποία αποτελούνται τα αισθητά πράγματα. Ο Αριστοτέλης «εξέλαβε την ύλη ως κάτι άμορφο και ακαθόριστο, το οποίο αποτελεί την πηγή από την οποία δημιουργούνται τα αισθητά πράγματα» (Πελεγρίνης, Λεξικό της Φιλοσοφίας, σ. 593), ενώ ο Πλάτων θεωρούσε «την ύλη ως συστατικό της δημιουργίας του κόσμου των αισθητών πραγμάτων και την περιέγραψε ως εκμαγείον», (Πελεγρίνης, Λεξικό της Φιλοσοφίας, σ. 593). Μένει ένα ερώτημα, το κατά πόσον η ύλη, στην υπερδισχιλιετή διαδρομή της μέσα στη δυτική σκέψη, μπόρεσε να ξεκόψει από τις «υλιστικές» δημοκρίτειες καταβολές της, που τη θέλουν ως κάτι το απτό και το απόλυτα συγκεκριμένο και αισθητηριακά προσδιορισμένο.
Αν ο Μπέρκλεϊ μιλούσε για μία νοητική ουσία, ως υπόβαθρο, ως βάση, στην οποία ανήκαν όλες μας οι παραστάσεις, και ο Λάιμπνιτς τόλμησε να ορίσει με καιριότητα τη σωματική ουσία ως άυλη δύναμη, θα ήταν ενδιαφέρον να προσεγγίσουμε την ύλη σαν να είναι σύνθεση νόησης και ενέργειας. Τη στιγμή που σήμερα γνωρίζουμε πως ενέργεια και ύλη είναι τελικά εκφάνσεις της ίδιας ουσίας, είναι δυνατόν να δούμε την ύλη σαν σύνθεση ενός νοητικού κομματιού που συντίθεται, ενώνεται, με ένα ενεργειακό κομμάτι: το ενεργειακό κομμάτι στην περιοχή όπου αποκτά τη μεγαλύτερή του πυκνότητα, δημιουργεί μία μονάδα ύλης.
Εχουμε, δηλαδή: νόηση και ενέργεια μαζί, που συνθέτουν ένα άτομο θα λέγαμε, την ελάχιστη δυνατή μονάδα ύλης. Το νοητικό κομμάτι -αναγκαίο την κάθε φορά που η ανθρώπινη σκέψη εξετάζει ένα αντικείμενό της- ενώνεται κατά τη σύνθεσή του με το ενεργειακό κομμάτι, υπό μορφή προσδιορισμών: η σκέψη «βλέπει» την ενέργεια σαν να είναι τούτη μία αναστοχασμένη και σκόπιμη ουσία. Τούτη η νοητική – ενεργειακή ουσία, την οποία μπορούμε να ονομάσουμε «νοητοΰλη», συνιστά, στην περιοχή της μεγαλύτερης πύκνωσής της, μία μονάδα ύλης. Τη νοητοΰλη μπορούμε να τη δούμε, λοιπόν, σαν συστατική ουσία ολόκληρης της αισθητής πραγματικότητας με πολλαπλά οφέλη:
α) Οταν μιλάμε για τις απαρχές του Σύμπαντος, και συγκεκριμένα για το Big Bang, τίθεται πάντα το θέμα πώς έγινε η πρώτη αρχή, ποιος έδωσε το «πρώτο σπρώξιμο» της δημιουργίας. Στην περίπτωση που υιοθετήσουμε την εκδοχή της «νοητοΰλης», απαλλασσόμαστε σ’ έναν βαθμό από την προϋπόθεση «ενός Δημιουργού» που δημιούργησε τον Κόσμο, γιατί η ύλη, η «νοητοΰλη», είναι αυτή καθεαυτήν προικισμένη με ενεργειακή, σκόπιμη δυναμική κι έτσι γίνεται δυνατή μία δημιουργία ex nihilo.
β) Η «νοητοΰλη» δεν αποτελεί αποκλειστικά το συστατικό κάθε υλικού πράγματος, μα με το νοητικό της κομμάτι γίνεται και η έδρα του υπεραισθητού.
Αν θελήσουμε να μιλήσουμε για ένα Υπέρτατο Ον, για τον Θεό, με τη νοητοΰλη βγαίνουμε από την προβληματική κατάσταση του δυϊσμού μεταξύ υλικού και υπεραισθητού, καθώς η ίδια η θεϊκή πραγματικότητα έρχεται να φωλιάσει στο νοητικό κομμάτι της «νοητοΰλης» και να γίνει αναπόσπαστο τμήμα της κοσμικής πραγματικότητας.
γ) Η «νοητοΰλη», με το νοητικό της κομμάτι, γίνεται φορέας όλων των προσδιορισμών της ανθρώπινης σκέψης -που μπορούν να της αποδοθούν ανάλογα με τα εκάστοτε επιστημονικά δεδομένα- και γίνεται «τόπος» κατεξοχήν της απροσδιοριστίας (μίας αρχής που ήδη έχει τεθεί ως δομικό στοιχείο της φυσικής πραγματικότητας από τον Χάιζενμπεργκ).
Ο Λάιμπνιτς έγραφε: «η ουσία είναι ένα ον ικανό για δράση», εμείς λέμε πως η ύλη είναι μία ουσία ικανή για σκέψη και για απόφαση (ο αναστοχασμένος και σκόπιμος χαρακτήρας της «νοητοΰλης). Η «νοητοΰλη» προτείνεται ως ένας σύγχρονος τρόπος να εφοδιαστεί η ύλη με τους προσδιορισμούς και με τις προϋποθέσεις της σκέψης και ίσως να είναι κι ένας τρόπος να «βγούμε» οριστικά από το μυθικό σχήμα ενός υπερκόσμιου Δημιουργού, ο οποίος αποφάσισε και δημιούργησε τον Κόσμο.
Επίλογος
Καθώς ο «πολυσυμπαντικός» κόσμος της σύγχρονης αστροφυσικής διαφέρει ριζικά, τόσο από τον κόσμο των αρχαίων όσο και από τον κόσμο των αναγεννησιακών, ο φρενήρης ρυθμός της ανάπτυξης της σύγχρονης επιστήμης πρέπει να μας έχει προετοιμασμένους ολοένα και για νέες ανατροπές, τη στιγμή μάλιστα που η εποχή μας δεν μπορεί να καυχηθεί για την ακεραιότητα και τη στερεότητα του κοσμοειδώλου της.
Θα ‘ταν, ίσως, σκόπιμο να δούμε την κοσμική πραγματικότητα σαν μία αέναη «γένεση», ένα αέναο «φύεσθαι», φύεσθαι συμβάντων και μορφών, όπου η έννοια της απροσδιοριστίας έχει μία δεσπόζουσα θέση και όσον αφορά τη δυνατότητα πρόβλεψης – το ενδεχόμενο πρόβλεψης με βεβαιότητα κάποιου μελλοντικού συμβάντος φαίνεται όλο και πιο αμφίβολο και προβληματικό, αν θελήσουμε ν’ ακολουθήσουμε τα πορίσματα τόσο της Κβαντικής Φυσικής όσο και της επιστημολογίας του Πόπερ. Η ανάδυση του αέναα νέου τείνει να αγκαλιάσει και αυτήν ακόμα την πραγματικότητα του Υπέρτατου Οντος, καθώς πέρα από την ανάγκη του ανθρώπου να σκέφτεται έναν «υπερκόσμιο» θεό, πρέπει κάποια στιγμή τούτος ο θεός -ως οντολογική προϋπόθεση- να κατοικήσει «μέσα στον Κόσμο», ακόμα και μέσα στην ύλη, και η εποχή μας ν’ αποδεσμευθεί ενδεχόμενα από το παραδοσιακό κοσμοείδωλο του Θεού Δημιουργού – μία κοσμοεικόνα μυθικής φύσης.
Οσον αφορά την έννοια της απροσδιοριστίας, που εδώ τη σχολιάζουμε από τελείως διαφορετική αφετηρία σε σχέση με ό,τι επιχειρεί η Κβαντική Φυσική, τούτη τείνει να κατοικήσει ακόμα και μέσα στις επιστημολογικές αρχές και προϋποθέσεις. Οταν ο Πλάτων μιλούσε για τη «Χώρα», είχε απόλυτα την επίγνωση του μη καθορισμένου, του μη προσδιορίσιμου χαρακτήρα του υπόβαθρου της ανθρώπινης κατηγοριακής σκέψης, του χώρου που υποφώσκει κάτω από τον ορθό Λόγο, μιας πραγματικότητας που σφραγίζει και την ελλόγως προσεγγίσιμη φυσική πραγματικότητα.
Η έννοια της απροσδιοριστίας, αν τη δούμε σαν επιστημολογική προϋπόθεση, μόνον ανώδυνη δεν είναι: συνεπάγεται την ύπαρξη μιας εκτενούς περιοχής του επιστητού που δεν είναι δυνατόν να γίνει γνωστή, την οποία αδυνατεί να προσπελάσει η κατηγοριακή και επιστημονική σκέψη. Αν θέλουμε να μιλήσουμε για το ουσιώδες, για την περιοχή της ουσίας (με φιλοσοφική ορολογία), τότε θα λέγαμε πως αυτή η αδιάγνωστη, η σκοτεινή και άρρητη περιοχή φωλιάζει σ’ αυτόν καθεαυτόν τον πυρήνα του ουσιώδους, αποτελώντας τον «σιωπηλό χώρο» που συνιστά την προϋπόθεση κάθε νοήματος και κάθε επιστημονικά εκπεφρασμένης γνώσης. Η καντιανού τύπου τούτη έννοια του αδιάγνωστου χώρου ως εσωτερικός πυρήνας της πραγματικότητας, μία «ρυθμιστική αρχή», που δεν κρύβει τις αρχαιοελληνικές καταβολές της, καθώς συγγενεύει όχι μόνο με το ησιόδειο «Χάος», αλλά και με το αναξιμάνδρειο «άπειρον», δεν αρνείται ούτε στιγμή τις όποιες ανορθολογικές καταβολές της: ενδέχεται η ολότητα του πραγματικού να μην είναι προσπελάσιμη με τα επιστημονικά μέσα και με τον παραδοσιακά μιλημένο ορθό Λόγο. Πρέπει να δεχθούμε πως υπάρχει και μία «μυστική διάσταση» στην πραγματικότητα και στον κόσμο που μας περιβάλλει, και αυτό είναι κάτι που η ανθρώπινη σκέψη το διαισθάνθηκε σε πλείστες όσες φάσεις της εξέλιξής της· αυτά εξάλλου είναι τελικά και τα ουσιαστικά «όρια» του ορθού Λόγου. Ο χώρος του άρρητου φωλιάζει όχι μόνο στην καντιανή, στην καρτεσιανή και φυσικά στην πλατωνική σύνθεση, μα και στις ίδιες τις οντολογικές προϋποθέσεις της σύγχρονης επιστήμης, τη στιγμή που ο σύγχρονος άνθρωπος πασχίζει να επαναπροσδιορίσει την ταυτότητά του και τον ρόλο του σε μία σύγχρονη «Χώρα», η οποία τον αντιμετωπίζει όλο και περισσότερο σαν επισκέπτη παρά σαν κάτοικο. ΠΗΓΗ:enet.gr