Υπάρχει τρόπος να γίνετε πιο έξυπνοι; Αν ακολουθήσετε τις συμβουλές της επιστήμης, μπορείτε να επεκτείνετε και να εκμεταλλευθείτε στο έπακρο τις δυνατότητες του εγκεφάλου σας
Ο ανθρώπινος εγκέφαλος είναι το πιο σύνθετο σύστημα επεξεργασίας πληροφοριών που γνωρίζουμε. Είναι σχεδιασμένος έτσι ώστε να διαθέτει ένα σωρό χρήσιμα χαρακτηριστικά, ταυτοχρόνως όμως παρουσιάζει πολλά ελαττώματα και αδυναμίες. Το πρόβλημα είναι ότι δεν συνοδεύεται από οδηγίες χρήσεως. Πρέπει να ανακαλύψουμε τις «πίστες» μόνοι μας. Αν ωστόσο υπάρχουν κάποιοι που ξέρουν κάτι παραπάνω για το μυαλό μας, αυτοί είναι οι νευροεπιστήμονες και οι ψυχολόγοι.
Παρακάτω ορισμένοι από τους καλύτερους ειδικούς εξηγούν πώς ο ανθρώπινος εγκέφαλος εκτελεί τις σημαντικότερες βασικές λειτουργίες του, ενώ παράλληλα αποκαλύπτουν τους τρόπους με τους οποίους μπορούμε να τον κάνουμε να λειτουργήσει στο «μάξιμουμ».
Δείτε πώς μπορείτε να βελτιώσετε την προσοχή και τη μνήμη σας, πώς μπορείτε να γίνετε περισσότερο ορθολογικοί αλλά και δημιουργικοί, πώς θα αποκτήσετε τη δύναμη της μάθησης και της γνώσης, πώς θα αυξήσετε το IQ σας, καθώς και ποιες είναι οι καλύτερες ώρες κατά τη διάρκεια της ημέρας για να βάλετε το μυαλό σας να δουλέψει.
1. Πώς να ενισχύσετε την προσοχή σας
Ολα σχεδόν τα χρήσιμα χαρακτηριστικά του εγκεφάλου μας ξεκινούν με την προσοχή. Η προσοχή καθορίζει αυτά για τα οποία έχουμε συνείδηση ανά πάσα στιγμή, επομένως ο έλεγχός της είναι μάλλον το σημαντικότερο πράγμα που έχει να κάνει ο εγκέφαλος.
Για να μπορέσουμε να κατανοήσουμε το τι συμβαίνει στον κόσμο γύρω μας πρέπει να φιλτράρουμε και να διώξουμε σχεδόν τα πάντα εστιάζοντας αποκλειστικά και μόνο σε όσα είναι σχετικά. Επιπλέον η εστιασμένη προσοχή είναι ουσιαστική για να μάθουμε ή να απομνημονεύσουμε. Είναι λοιπόν επόμενο ότι, αν κάποιος μπορεί να ενισχύσει την ικανότητά του να προσέχει, μπορεί να βελτιωθεί σχεδόν στα πάντα.
Με απλά λόγια, ο εγκέφαλος έχει δύο συστήματα προσοχής. Το ένα, το «από κάτω προς τα πάνω» σύστημα, στρέφει αυτόματα την αντίληψη προς δυνητικά σημαντικές πληροφορίες όπως τα κινούμενα αντικείμενα, οι ξαφνικοί θόρυβοι ή αισθήματα της αφής. Το σύστημα αυτό είναι γρήγορο, ασυνείδητο και πάντα σε λειτουργία (τουλάχιστον όταν είμαστε ξύπνιοι).
Το άλλο, το «από πάνω προς τα κάτω» σύστημα, είναι η εκούσια, εστιασμένη προσοχή η οποία «ζουμάρει» σε οτιδήποτε θέλουμε να σκεφθούμε και, ευελπιστούμε, μένει σε αυτό όσο χρειάζεται για να γίνει αυτή η δουλειά. Αυτό είναι το είδος προσοχής που είναι χρήσιμο για να εκτελέσουμε έργα τα οποία απαιτούν συγκέντρωση.
Δυστυχώς η απόσπαση της προσοχής επέρχεται τόσο ως «ελάττωμα» όσο και ως εγγενές χαρακτηριστικό του σχεδιασμού. Η από πάνω προς τα κάτω προσοχή απαιτεί προσπάθεια, οπότε είναι επιρρεπής στον κίνδυνο να χάσει την εστίασή της ή να τη διακόψει απότομα το από κάτω προς τα πάνω σύστημα.
Το καλό νέο είναι ότι μπορούμε να «πειράξουμε» τις ρυθμίσεις της προσοχής μας ώστε να παραμένουμε περισσότερο συγκεντρωμένοι. Εκτός από το να μειώσουμε τους από κάτω προς τα πάνω περισπασμούς καταργώντας π.χ. τις ειδοποιήσεις του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου ή βάζοντας το κινητό μας στο αθόρυβο, η Νίλι Λέιβι, γνωσιακή νευροεπιστήμονας στο University College του Λονδίνου, προτείνει να δώσουμε στον εγκέφαλό μας περισσότερη «δουλειά».
Οι έρευνες της κυρίας Λέιβι έχουν δείξει ότι ο καλύτερος έλεγχος τής από πάνω προς τα κάτω προσοχής δεν επιτυγχάνεται με τη μείωση του αριθμού των εισερχόμενων πληροφοριών αλλά με την αύξησή τους. Η θεωρία του φορτίου που έχει αναπτύξει υποστηρίζει ότι από τη στιγμή που ο εγκέφαλος φθάνει το όριό του στην αισθητηριακή επεξεργασία δεν μπορεί πλέον να «συλλάβει» τίποτε, συμπεριλαμβανομένων των περισπασμών.
Αυτό φαίνεται να λειτουργεί τόσο όσον αφορά τους περισπασμούς όσο και το «ταξιδι» του μυαλού σε ονειροπολήσεις, λέει. Στην πραγματική ζωή προτείνει να δοκιμάσουμε να προσθέσουμε οπτικές «πινελιές» σε ένα έργο που έχουμε να εκτελέσουμε ώστε να το κάνουμε να τραβά περισσότερο την προσοχή μας, χωρίς όμως να το κάνουμε περισσότερο δύσκολο: π.χ., να βάλουμε ένα χρωματιστό πλαίσιο γύρω από ένα λευκό έγγραφο και να τονίσουμε με μοβ το κομμάτι του στο οποίο εργαζόμαστε. Οπως προσθέτει, το ίδιο αποτέλεσμα επιτυγχάνεται με όλες τις αισθήσεις, οπότε το να επιλέξουμε να εργαστούμε σε ένα σημείο στο οποίο υπάρχει λίγος θόρυβος «υποβάθρου» μπορεί επίσης να μας βοηθήσει.
Σύμφωνα με άλλες ενδείξεις, κάτι άλλο το οποίο μπορεί να βοηθήσει είναι η γνωστική εξάσκηση. Ερευνητές που εργάζονται με άτομα με Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής – Υπερκινητικότητα (ΔΕΠ-Υ) και τραύματα στον εγκέφαλο έχουν διαπιστώσει ότι η γνωστική εξάσκηση σε συνδυασμό με μη επεμβατική μαγνητική διέγερση του εγκεφάλου μπορεί να βελτιώσει την εστίαση σε ένα έργο το οποίο απαιτεί παρατεταμένη προσοχή.
Ευρύτερες μελέτες διεξάγονται αυτή τη στιγμή επάνω σε αυτό το θέμα και τα πρώτα αποτελέσματα φαίνεται να δείχνουν ότι το σωστό είδος εξάσκησης του εγκεφάλου μπορεί να βοηθήσει σε γενικές γραμμές οποιονδήποτε.
Εν αναμονή των τελικών συμπερασμάτων η καλύτερη επιλογή είναι να μάθουμε να χαλαρώνουμε αλλά με τον σωστό τρόπο. Εχει διαπιστωθεί ότι σε όσους ασχολούνται χρόνια με τον διαλογισμό τα τμήματα του εγκεφάλου που σχετίζονται με την προσοχή είναι πιο πυκνά, ενώ άλλες μελέτες έχουν δείξει ότι οι επιδόσεις στα τεστ προσοχής βελτιώνονται ύστερα από ένα σύντομο «μάθημα» διαλογισμού. Το να μάθουμε να συγκεντρωνόμαστε καλύτερα ίσως λοιπόν να είναι τόσο απλό όσο το να μάθουμε να κάνουμε τον χρόνο να σταματάει και να συγκεντρωνόμαστε σε όχι και κάτι το ιδιαίτερο.
2. Γίνετε ένα λογικό και ορθολογικό ον
Μας αρέσει να θεωρούμε τους εαυτούς μας ορθολογικά και λογικά όντα. Και πράγματι μπορούμε να είμαστε – όχι όμως χωρίς κάποια προσπάθεια.
Η λογική σκέψη απαιτεί να συμπεριφερόμαστε σαν ένας μικροεπεξεργαστής, να εκτελούμε κατά βήματα εργασίες με βάση πληροφορίες που χρησιμοποιούν τους κανόνες της λογικής. Αυτό δεν έρχεται με φυσικό τρόπο στους περισσότερους ανθρώπους, χρειάζεται εξωτερική καθοδήγηση για να το μάθουμε και μακρά εκπαίδευση για να μπορούμε να πούμε ότι το κατέχουμε. Ακόμη και τότε όμως πολλές φορές δυσκολευόμαστε να διατηρήσουμε μια καθαρά ορθολογική άποψη των πραγμάτων.
Οπως αποδεικνύεται, υπάρχει ένα ψήγμα αλήθειας στη λαϊκή πεποίθηση ότι «αριστερός εγκέφαλος ίσον λογική». Απεικονιστικές μελέτες έχουν δείξει ότι ο αριστερός προμετωπιαίος φλοιός είναι απαραίτητος για να κάνουμε λογικές σειρές σκέψεων και πολλές φορές για κάτι τέτοιο δεν απαιτούνται σήματα από τον δεξιό φλοιό.
Οταν όμως υπάρχει σύγκρουση ανάμεσα στο τι φαίνεται λογικό και στις πεποιθήσεις που ήδη έχουμε διαμορφώσει, η δεξιά πλευρά του προμετωπιαίου φλοιού επεμβαίνει για να μας βοηθήσει να ξεδιαλύνουμε τη σύγχυση. Δυστυχώς συνήθως κερδίζει το δεξιό ημισφαίριο. Μελέτες επί μελετών έχουν δείξει ότι, όταν νέες πληροφορίες συγκρούονται με υπάρχουσες πεποιθήσεις, ο εγκέφαλός μας κάνει τα πάντα για να διατηρήσει ακέραιες τις πεποιθήσεις του παρά να τις αναθεωρήσει.
Μια άλλη έκπληξη είναι ότι, αντίθετα με τη λαϊκή πεποίθηση, τα συναισθήματα δεν είναι απαραίτητα εχθρός της λογικής. Τα άτομα που έχουν υποστεί βλάβη στο τμήμα του προμετωπιαίου φλοιού που επεξεργάζεται τα συναισθήματα δυσκολεύονται να πάρουν οποιαδήποτε απόφαση, ιδιαίτερα όταν δεν υπάρχει κάποιο λογικό πλεονέκτημα σε καμία από τις δύο επιλογές.
Το να ενστερνιστούμε λοιπόν τα όχι και τόσο λογικά ενστικτώδη αισθήματά μας για τις αποφάσεις μας ίσως τελικά να μας βοηθά στο να κάνουμε πιο ορθολογικές επιλογές. Οχι όμως πάντα: άλλες μελέτες έχουν δείξει ότι τα ισχυρά συναισθήματα μπορεί να παρέμβουν στη λήψη ορθολογικών αποφάσεων, ιδιαίτερα όταν αφορούν ανθρώπους που αγαπάμε.
Εκτός από τη σκληρή δουλειά – και μια εκτίμηση του ρόλου που μπορούν να παίζουν οι πεποιθήσεις και τα συναισθήματα – υπάρχει κάτι άλλο που μπορούμε να κάνουμε για να γίνουμε περισσότερο λογικοί;
Ο Βινόντ Γκοέλ, γνωσιακός ψυχολόγος στο Πανεπιστήμιο Γιορκ στο Τορόντο του Καναδά, υποστηρίζει ότι λίγο ηλεκτρικό ρεύμα στο κεφάλι ίσως κάποτε να μπορεί να μας βοηθήσει. «Οι τεχνικές διέγερσης του εγκεφάλου μπορεί τελικά να προσφέρουν έναν δρόμο προς τη βελτίωση του λογικού συλλογισμού» λέει. Η ομάδα του πρόσφατα χρησιμοποίησε μια παρόμοια προσέγγιση για να ενισχύει τη δημιουργική σκέψη και, επισημαίνει, «μπορεί κάποιος να φανταστεί την ίδια τεχνική να χρησιμοποιείται για να ενισχύει την ικανότητά μας στον λογικό συλλογισμό». Προς το παρόν ωστόσο δεν υπάρχει σύντομος δρόμος. Η εξάσκηση, όπως τονίζει, είναι αυτή τη στιγμή η καλύτερη επιλογή.
Πρόσφατες μελέτες έχουν δείξει ότι εξάσκηση λίγων μηνών στον λογικό συλλογισμό, στο πλαίσιο του προαπαιτούμενου τεστ για την εισαγωγή στη Νομική Σχολή στις Ηνωμένες Πολιτείες, αύξησε τον αριθμό των συνδέσεων ανάμεσα στον μετωπιαίο και στους βρεγματικούς λοβούς, όπως και ανάμεσα στα δύο ημισφαίρια. Το σημαντικό είναι πως χωρίς τακτική εξάσκηση η επίδραση είναι σχεδόν βέβαιον ότι θα εξασθενήσει μερικούς μήνες μετά το τέλος του μαθήματος.
3. Κάντε τη μνήμη σας να λειτουργήσει
Οπως η προσοχή, η λειτουργική μνήμη αποτελεί μία από τις πιο καθοριστικές λειτουργίες «πρώτης γραμμής» του εγκεφάλου. Ολα όσα ξέρετε και θυμάστε, είτε πρόκειται για ένα περιστατικό, μια δεξιότητα ή ένα συναρπαστικό γεγονός, ξεκίνησαν το ταξίδι τους προς την αποθήκευση περνώντας από την εργαζόμενη ή λειτουργική μνήμη σας.
Η λειτουργική μνήμη όμως είναι κάτι πολύ περισσότερο από απλώς μια αποθήκη για τις μακροπρόθεσμες αναμνήσεις. Την έχουν περιγράψει ως το «πρόχειρο» τετράδιο του εγκεφάλου: το μέρος στο οποίο διατηρούνται οι πληροφορίες και δέχονται διάφορους χειρισμούς. Αν κάνετε οτιδήποτε απαιτεί αβίαστη, εστιασμένη σκέψη, χρησιμοποιείτε τη λειτουργική μνήμη σας.
Στη δεκαετία του 1970 ο Αλαν Μπάντελι και ο Γρέιαμ Χιτς από το Πανεπιστήμιο του Γιορκ στη Βρετανία ανέπτυξαν ένα μοντέλο το οποίο γνώρισε μεγάλη απήχηση για να εξηγήσουν πώς λειτουργεί το σύστημα. Ο βασικός παράγοντας είναι ο εκτελεστικός έλεγχος, ο οποίος «στήνει την παράσταση» εστιάζοντας την προσοχή μας στις σχετικές πληροφορίες.
Αυτός πυροδοτεί επίσης τα «δουλικά» συστήματα για να πιάσουν δουλειά. Ενα από αυτά συγκρατεί ως τέσσερα κομμάτια οπτικών πληροφοριών κάθε φορά, ένα άλλο μπορεί να απομνημονεύσει περίπου δύο δευτερόλεπτα ήχων, ιδιαίτερα από λέξεις που εκφέρονται προφορικά, τα οποία αναπαράγει ξανά και ξανά (σκεφθείτε το να επαναλαμβάνετε νοητικά έναν αριθμό τηλεφώνου ενώ ψάχνετε για ένα στυλό). Το τρίτο είναι η ενδιάμεση μνήμη, η οποία προσθέτει σχετικές πληροφορίες από τη μακροπρόθεσμη μνήμη.
Μια αδυναμία αυτού του μοντέλου είναι ότι η λειτουργική μνήμη δεν καταλαμβάνει μια διακριτή περιοχή του εγκεφάλου την οποία μπορούμε να παρακολουθήσουμε εν δράσει σε έναν εγκεφαλικό τομογράφο. Για τον λόγο αυτόν ορισμένοι γνωσιακοί νευροεπιστήμονες έχουν υποστηρίξει ότι ίσως να μην αποτελεί ένα ξεχωριστό σύστημα αλλά να πρόκειται απλώς για ένα τμήμα της μακροπρόθεσμης μνήμης στο οποίο τη συγκεκριμένη στιγμή στρέφουμε την προσοχή μας.
Ο,τι και να είναι, η λειτουργική μνήμη αποτελεί «τυποποιημένο» χαρακτηριστικό του ανθρώπινου εγκεφάλου, ορισμένοι άνθρωποι όμως έχουν καλύτερη λειτουργική μνήμη από άλλους. Η ικανότητα της λειτουργικής μνήμης αποτελεί καλύτερη ένδειξη από τον δείκτη νοημοσύνης για την ακαδημαϊκή επιτυχία, οπότε το να την εκμεταλλευθούμε όσο το δυνατόν καλύτερα είναι χρήσιμο.
Το καλό νέο είναι ότι το σύστημα μπορεί μάλλον να αναβαθμιστεί. Κάποιες μελέτες έχουν δείξει ότι τα προγράμματα άσκησης του εγκεφάλου που στοχεύουν ειδικά στη λειτουργική μνήμη μπορούν να επιφέρουν βελτιώσεις – μάλιστα μερικά «πακέτα» ασκήσεων κυκλοφορούν στην αγορά. Ωστόσο δεν είναι ξεκάθαρο αν αυτά μας κάνουν καλύτερους σε οτιδήποτε άλλο εκτός από τα τεστ λειτουργικής μνήμης.
Ο γνωσιακός νευροεπιστήμονας Τζέισον Τσέιν από το Πανεπιστήμιο Τεμπλ στη Φιλαδέλφεια των Ηνωμένων Πολιτειών, ο οποίος μελετά τη λειτουργική μνήμη, λέει ότι φαίνεται πως υπάρχουν ενδείξεις βελτίωσης και σε άλλες γνωσιακές δεξιότητες, αν και οι όποιες μεταβολές είναι πολύ μικρές. «Μια μικρή επίδραση μπορεί, παρ’ όλα αυτά, να είναι σημαντική υπό την έννοια ότι ακόμη και τα πενιχρά οφέλη μπορεί να έχουν εμφανή επίδραση στην καθημερινή γνωστική ικανότητα» τονίζει.
4. Δημιουργικότητα κατά παραγγελία
Η Τζ. Κ. Ρόουλινγκ έχει πει ότι η ιδέα για τον Χάρι Πότερ ήρθε στο μυαλό της ενώ ήταν καθηλωμένη περιμένοντας ένα τρένο που είχε καθυστερήσει υπερβολικά. Ολοι έχουμε να θυμηθούμε ανάλογες – αν και πιθανώς λιγότερο προσοδοφόρες – στιγμές «επιφοίτησης», όπου μια έμπνευση εμφανίζεται ξαφνικά από το πουθενά. Από πού έρχονται όμως αυτές οι εμπνεύσεις; Και υπάρχει τρόπος να τις έχουμε κατά παραγγελία;
Πειράματα που έγιναν από τον Τζον Κούνιος, νευροεπιστήμονα στο Πανεπιστήμιο Ντρέξελ στη Φιλαδέλφεια, υποδηλώνουν ότι ο λόγος για τον οποίο δεν είμαστε όλοι εκατομμυριούχοι συγγραφείς είναι ότι ορισμένοι εγκέφαλοι είναι καλύτερα προδιατεθειμένοι για τη δημιουργικότητα από ό,τι άλλοι. Μετρήσεις με ηλεκτροεγκεφαλογραφήματα που έγιναν ενώ οι εθελοντές δεν σκέφτονταν τίποτε το ιδιαίτερο αποκάλυψαν φυσικά υψηλότερα επίπεδα δραστηριότητας στο δεξιό ημισφαίριο, στον κροταφικό λοβό, των ατόμων που έλυναν τα προβλήματα χρησιμοποιώντας περισσότερο την ενόραση παρά τη λογική. Ο κ. Κούνιος λέει ότι πρόσφατες μελέτες υποδηλώνουν πως αυτό το χαρακτηριστικό του εγκεφάλου ίσως είναι κληρονομικό, ακόμη όμως και αν τυχαίνει να έχετε έναν περισσότερο εστιασμένο, λιγότερο δημιουργικό εγκέφαλο, υπάρχουν πολλές γενικές συμβουλές σχετικά με το πώς μπορείτε να τον βάλετε στη «δημιουργική» λειτουργία.
Αν και βαρετό, το πρώτο που πρέπει να κάνετε είναι να βάλετε τα θεμέλια για να χτίσετε μια καλή αποθήκη πληροφοριών έτσι ώστε το ασυνείδητο να έχει κάτι για να δουλέψει. Μελέτες σχετικά με την παρασυνειδησιακή ή υποσυνείδητη μάθηση έχουν μάλλον παγώσει την ιδέα ότι η γνώση μπορεί να περάσει στον εγκέφαλο χωρίς καμία συνειδητή προσπάθεια, επομένως αποδίδει το να εστιάζουμε έντονα στις λεπτομέρειες του προβλήματος ώσπου όλα τα δεδομένα να έχουν αποθηκευθεί ασφαλώς. Σε αυτό το στάδιο οτιδήποτε ενισχύει την εστίαση, όπως η καφεΐνη, μπορεί να βοηθήσει.
Από τη στιγμή που έχετε φροντίσει τα παραπάνω είναι καιρός να καλλιεργήσετε μια πιο χαλαρή, θετική διάθεση κάνοντας ένα διάλειμμα για να ασχοληθείτε με κάτι εντελώς διαφορετικό – όπως το να παρακολουθήσετε μερικά διασκεδαστικά βίντεο με γάτες. Μελέτες στις οποίες οι εθελοντές παρακολούθησαν είτε μια κωμωδία είτε ένα θρίλερ προτού τους έρθουν νέες ιδέες έδειξαν ότι μια χαλαρή και ευχάριστη διάθεση είναι καλύτερος «αγωγός» για τις ιδέες από ό,τι μια διάθεση με ένταση και άγχος. Επιπλέον φαίνεται ότι είναι καλό να «κατεβάζετε» λίγο την ένταση της εστίασης και ο καλύτερος τρόπος για να κάνετε κάτι τέτοιο είναι να ψάχνετε για ιδέες όταν ο εγκέφαλός σας είναι υπερβολικά κουρασμένος για να εστιάσει με ακρίβεια. Μια μελέτη που έγινε το 2011 έδειξε ότι οι «πρωινοί» τύποι είχαν τις πιο δημιουργικές ιδέες τους αργά τη νύχτα ενώ οι «νυχτόβιοι» είχαν τις δικές τους νωρίς το πρωί.
Η νοητική εξάντληση ενδέχεται να είναι μια πιο ρεαλιστική κατάσταση από τη χαλάρωση όταν έχετε μπροστά σας μια σημαντική προθεσμία, αν όμως οι ιδέες εξακολουθούν να αρνούνται να έλθουν ίσως κάποτε να υπάρχει μια πιο εύκολη λύση. Μελέτες με εγκεφαλική διέγερση, στην οποία η δραστηριότητα ενισχυόταν στον δεξιό κροταφικό λοβό και καταστελλόταν στον αριστερό, αύξησαν τις επιδόσεις επίλυσης προβλημάτων κατά 40%. Ισως οι στρεσαρισμένοι δημιουργικοί του μέλλοντος να μπορούν να φοράνε μια «κάσκα σκέψης» για να κάνουν τις ιδέες τους να κυλήσουν.
5. Σκεφθείτε σαν παιδί για να μάθετε πιο γρήγορα
Η μάθηση είναι κάτι που ο εγκέφαλός μας κάνει εκ φύσεως. Στην πραγματικότητα το κάνει κάθε λεπτό που είμαστε ξύπνιοι από περίπου έναν μήνα προτού γεννηθούμε. Αυτή είναι η διαδικασία μέσω της οποίας αποκτούμε και αποθηκεύουμε χρήσιμες (και άχρηστες) πληροφορίες και δεξιότητες. Μπορούμε να την κάνουμε πιο αποτελεσματική;
Η απάντηση βρίσκεται στο τι συμβαίνει στον εγκέφαλό μας ενώ μαθαίνουμε. Καθώς επεξεργάζεται πληροφορίες ο εγκέφαλος δημιουργεί και καταστρέφει συνδέσεις αναπτύσσοντας και ενισχύοντας τις συνάψεις που συνδέουν νευρώνες με τους γειτονικούς τους ή εξασθενίζοντάς τες. Οταν μαθαίνουμε ενεργά η δημιουργία νέων συνδέσεων υπερτερεί της καταστροφής παλιών. Μελέτες σε αρουραίους έχουν δείξει ότι αυτή η διαδικασία αναδημιουργίας των κυκλωμάτων μπορεί να συντελεστεί πολύ γρήγορα, μέσα σε μερικές ώρες μετά την εκμάθηση μιας δεξιότητας, όπως το να μπαίνουν σε μια τρύπα για να πάρουν μια λιχουδιά-ανταμοιβή. Σε ορισμένα δε τμήματά του, κυρίως στον ιππόκαμπο, ο εγκέφαλος αναπτύσσει νέα εγκεφαλικά κύτταρα καθώς μαθαίνει.
Από τη στιγμή όμως που ένα κύκλωμα θα εγκατασταθεί χρειάζεται να χρησιμοποιηθεί για να εδραιωθεί. Αυτό γίνεται σε μεγάλο βαθμό μέσω της μυελίνωσης – της διαδικασίας μέσω της οποίας ένα κύκλωμα το οποίο έχει διεγερθεί αρκετές φορές αναπτύσσει μια επίστρωση από λιπώδη μεμβράνη. Η μεμβράνη αυτή αυξάνει την ταχύτητα αγωγιμότητας κάνοντας το κύκλωμα να λειτουργεί πιο αποτελεσματικά.
Ποιος είναι λοιπόν ο καλύτερος τρόπος για να μαθαίνουμε κάτι και να το συγκρατούμε; Η απάντηση δεν θα προκαλέσει τεράστια έκπληξη σε οποιονδήποτε έχει πάει στο σχολείο: εστιάστε σε αυτό την προσοχή σας, βάλτε τη λειτουργική μνήμη σας να λειτουργήσει και μετά, λίγο αργότερα, προσπαθήστε ενεργά να το ξαναθυμηθείτε.
Ο Αλαν Μπάντελι από το Πανεπιστήμιο του Γιορκ στη Βρετανία λέει ότι μια καλή ιδέα είναι να τεστάρετε τον εαυτό σας κατ’ αυτόν τον τρόπο γιατί έτσι κάνετε τον εγκέφαλό σας να ενισχύει τη νέα σύνδεση. Προτείνει επίσης να προσπαθείτε συνειδητά να συνδέετε νέες πληροφορίες με αυτές που ήδη γνωρίζετε. Αυτό σταθεροποιεί τη σύνδεση στον εγκέφαλο και μειώνει τις πιθανότητες να χαθεί εξαιτίας της μειωμένης χρήσης της.
Η διαδικασία της μάθησης συνεχίζεται εφ’ όρου ζωής, επομένως γιατί είναι τόσο δυσκολότερο να μάθουμε όταν γινόμαστε ενήλικοι; Το καλό νέο είναι ότι δεν φαίνεται να υπάρχει κάποια φυσιολογική αιτία για αυτή την επιβράδυνση. Αντιθέτως, φαίνεται ότι αυτή έχει να κάνει σε μεγάλο βαθμό με το γεγονός ότι απλώς αφιερώνουμε λιγότερο χρόνο στο να μαθαίνουμε νέα πράγματα και όταν το κάνουμε δεν το κάνουμε με το ίδιο ισχυρό μείγμα ενθουσιασμού και προσοχής που το κάνει ένα μέσο παιδί.
Ενα μέρος του προβλήματος φαίνεται να έγκειται στο ότι οι ενήλικοι ξέρουν πάρα πολλά. Ερευνες από την Γκαμπριέλε Βουλφ από το Πανεπιστήμιο της Νεβάδα στο Λας Βέγκας έχουν δείξει ότι οι ενήλικοι τείνουν να μαθαίνουν μια σωματική δεξιότητα, όπως το να χτυπούν μια μπάλα του γκολφ, εστιάζοντας στις λεπτομέρειες της κίνησης. Τα παιδιά ωστόσο δεν σκοτίζονται για τις λεπτομέρειες αλλά πειραματίζονται στο να κάνουν την μπάλα να πάει εκεί που θέλουν. Οταν η κυρία Βουλφ δίδαξε ενηλίκους ώστε να μαθαίνουν περισσότερο όπως τα παιδιά, αυτοί έμαθαν τις καινούργιες δεξιότητες πολύ πιο γρήγορα.
Το ίδιο φαίνεται επίσης να ισχύει στην εκμάθηση πληροφοριών. Ως ενήλικοι έχουμε ένα τεράστιο απόθεμα νοητικών σύντομων δρόμων οι οποίοι μας επιτρέπουν να «πηδάμε» τις λεπτομέρειες. Εξακολουθούμε όμως να διατηρούμε την ικανότητα να μαθαίνουμε νέα πράγματα με τον ίδιο τρόπο όπως τα παιδιά, κάτι το οποίο υποδηλώνει ότι, αν μπορούσαμε να αντισταθούμε στον πειρασμό να «κόβουμε δρόμο», μάλλον θα μαθαίναμε πολύ περισσότερα. Μια πιο «δοκιμασμένη» μέθοδος είναι να παραμένουμε ενεργοί. Καθώς η ηλικία προχωρεί οδηγεί στην απώλεια εγκεφαλικού ιστού, αυτό όμως ίσως σχετίζεται σε μεγάλο βαθμό με το πόσο λίγο τρέχουμε από εδώ και από εκεί σε σχέση με τους νέους. Με λίγη σωματική άσκηση ο εγκέφαλος μπορεί να ξανανιώσει. Σε μια μελέτη 40 λεπτά σωματικής άσκησης τρεις φορές την εβδομάδα για έναν χρόνο αύξησαν το μέγεθος του ιππόκαμπου – περιοχή η οποία είναι καθοριστική για τη μάθηση και τη μνήμη. Βελτίωσαν επίσης τη συνδεσιμότητα σε όλον τον εγκέφαλο διευκολύνοντας τις νέες γνώσεις να εδραιωθούν.
6. Αντλήστε τη δύναμη της γνώσης
Ενα από τα πιο χρήσιμα χαρακτηριστικά του εγκεφάλου είναι η ικανότητα να απορροφά τμήματα πληροφοριών και να κάνει συνδέσεις μεταξύ τους. Η γνώση είναι πραγματικά δύναμη: αν είναι λίγη μπορεί να είναι επικίνδυνη, ενώ όσο περισσότερα γνωρίζουμε τόσο καλύτερα εξοπλισμένοι είμαστε για να αντιμετωπίσουμε τη ζωή.
Τι είναι όμως ακριβώς η γνώση; Πώς αποθηκεύονται τα δεδομένα, πώς οργανώνονται και πώς ανασύρονται όταν τα χρειαζόμαστε;
Η γνώση προφανώς βασίζεται στη μνήμη – ιδιαίτερα στο είδος της μνήμης που αποθηκεύει γενικές πληροφορίες σχετικά με τα αντικείμενα, τα μέρη, τα γεγονότα και τα άτομα και η οποία είναι γνωστή ως εννοιολογική μνήμη. Αυτό είναι το κομμάτι της μνήμης που ξέρει ότι το Παρίσι είναι η πρωτεύουσα της Γαλλίας, η οποία είναι μια συνταγματική δημοκρατία στη Δυτική Ευρώπη – αλλά όχι το κομμάτι που αποθηκεύει τις αναμνήσεις ενός Σαββατοκύριακου που περάσατε εκεί.
Η γνώση δεν έχει τόσο να κάνει με το ποιες πληροφορίες αποθηκεύετε όσο με το πώς τις οργανώνετε για να δημιουργήσετε μια πλούσια και λεπτομερή κατανόηση του κόσμου η οποία συνδέει μεταξύ τους όλα όσα ξέρετε.
Η θέα ενός σκύλου, για παράδειγμα, αυτόματα ενεργοποιεί άλλα τμήματα πληροφοριών σχετικά με σκύλους: πώς μοιάζουν, πώς μυρίζουν, πώς ακούγονται και πώς κινούνται, το γεγονός ότι είναι εξημερωμένοι λύκοι, τα ονόματα παρόμοιων σκύλων που γνωρίζετε και τα συναισθήματά σας για τους σκύλους.
Το πώς ο εγκέφαλος επιτυγχάνει αυτόν τον τιτάνιο άθλο είναι κάθε άλλο παρά ξεκάθαρο. Μια πρόσφατη πρόταση είναι ότι έχει έναν «κόμβο» ο οποίος βάζει «ταμπέλες» με κατηγορίες σε όλα όσα γνωρίζουμε και συναντάμε επιτρέποντάς μας να συνδέουμε τα σχετικά μεταξύ τους πράγματα.
Το 2003 ο Τιμ Ρότζερς, γνωσιακός ψυχολόγος ο οποίος σήμερα είναι στο Πανεπιστήμιο του Ουισκόνσιν-Μάντισον, πρότεινε ως κόμβο τον πρόσθιο κροταφικό λοβό. Ο πρόσθιος κροταφικός λοβός έχει υποστεί μεγάλη βλάβη σε άτομα με εννοιολογική άνοια, τα οποία προοδευτικά χάνουν τη γνώση της έννοιας των λέξεων και των αντικειμένων αλλά διατηρούν τις δεξιότητες και τις αυτοβιογραφικές αναμνήσεις τους. Πειράματα που έχουν γίνει έκτοτε έχουν υποστηρίξει αυτή την ιδέα – όταν ο πρόσθιος κροταφικός λοβός μπλοκάρεται προσωρινά από έναν μικρό ηλεκτρομαγνητικό παλμό, τα άτομα χάνουν την ικανότητα να κατονομάζουν αντικείμενα και να κατανοούν το νόημα των λέξεων.
Ο κ. Ρότζερς υποστηρίζει ότι χωρίς αυτό το σύστημα θα βρισκόμαστε σε σύγχυση σχετικά με το πώς τα πράγματα δένουν μεταξύ τους. «Πώς θα βγάζατε για παράδειγμα το συμπέρασμα, αν κάνατε ένα κολάζ με τα παιδιά σας και σας τελείωνε η κολλητική ταινία, ότι μπορείτε να χρησιμοποιήσετε αντί για αυτήν κόλλα σε στικ;» λέει. «Η ταινία δεν μοιάζει με την κόλλα στο σχήμα, στο χρώμα ούτε στο πώς τη χρησιμοποιείτε. Χρειάζεστε μια αναπαράσταση η οποία να διευκρινίζει την ομοιότητα σε είδος».
Το καλό νέο είναι ότι φαίνεται πως δεν υπάρχει όριο στη γνώση που μπορεί να χωρέσει μέσα στον εγκέφαλό μας. Εξ όσων γνωρίζουμε, κανείς ποτέ δεν ξέμεινε από αποθηκευτικό χώρο.
Φαίνεται ωστόσο ότι είναι δυνατόν να γνωρίζετε περισσότερα από όσα πρέπει. Ο Μάικλ Ράμσκαρ από το Πανεπιστήμιο του Τύμπινγκεν στη Γερμανία θεωρεί ότι όποιος ζει αρκετά πολύ κάποια στιγμή φθάνει σε αυτό το σημείο μόνο και μόνο εξαιτίας των γνώσεων που έχει συγκεντρώσει σε μια ολόκληρη ζωή. Υποστηρίζει ότι οι γνωστικές ικανότητες επιβραδύνονται με την ηλικία όχι γιατί ο εγκέφαλος φθείρεται αλλά επειδή είναι τόσο γεμάτος. Και έτσι – όπως ένας υπερβολικά γεμάτος και χρησιμοποιημένος σκληρός δίσκος – χρειάζεται περισσότερο χρόνο για να ξεχωρίσει το καθετί.
7. Μπορείτε να αυξήσετε το IQ σας;
Η ευφυΐα ήταν πάντα δύσκολο να ποσοτικοποιηθεί και ένας σημαντικός λόγος για αυτό είναι ότι φαίνεται να εμπλέκει το μεγαλύτερο μέρος του εγκεφάλου, οπότε είναι σχεδόν βέβαιον ότι δεν αποτελεί «ένα πράγμα». Παρ’ όλα αυτά, οι βαθμοί σε διαφορετικών ειδών τεστ IQ έχουν δείξει εδώ και καιρό ότι τα άτομα που έχουν εξαιρετικά καλές επιδόσεις – ή κακές – σε ένα από αυτά φαίνεται να έχουν ανάλογες επιδόσεις σε όλα. Αυτό μπορεί να συμπυκνωθεί στο ότι ίσως υπάρχει ένας μεμονωμένος παράγοντας γενικής ευφυΐας (ή «g»), ο οποίος φαίνεται να βρίσκεται σε συνάρτηση με την ακαδημαϊκή επιτυχία, το εισόδημα, την υγεία και τη διάρκεια ζωής.
Το να έχουμε περισσότερη ευφυΐα είναι λοιπόν σαφώς καλό, όμως από πού προέρχεται αυτή; Σε ένα μεγάλο μέρος της η απάντηση φαίνεται να είναι γενετική. Το 1990 οι πρώτες μελέτες σε δίδυμα αδέλφια έδειξαν ότι οι επιδόσεις στα τεστ ευφυΐας των ταυτόσημων διδύμων που είχαν μεγαλώσει ξεχωριστά έμοιαζαν πολύ περισσότερο μεταξύ τους από ό,τι εκείνες των μη ταυτόσημων διδύμων που είχαν μεγαλώσει μαζί. Εκτοτε κάποια γονίδια έχουν συνδεθεί με τον δείκτη ευφυΐας, όλα τους όμως φαίνεται να έχουν πολύ μικρή επίδραση και τα γονίδια που εμπλέκονται θα πρέπει στην πραγματικότητα να είναι χιλιάδες.
Αυτό δεν σημαίνει ότι το περιβάλλον δεν παίζει κάποιον ρόλο, τουλάχιστον κατά την παιδική ηλικία. Ενόσω ο εγκέφαλος αναπτύσσεται, τα πάντα, από τη διατροφή και την παιδεία ως τα ερεθίσματα, έχουν τεράστιο ρόλο στην ανάπτυξη των εγκεφαλικών δομών που είναι απαραίτητες για την ευφυή σκέψη. Τα παιδιά με κακή διατροφή και ελλιπή μόρφωση μπορεί να μην εκπληρώσουν ποτέ το γενετικό τους δυναμικό.
Ακόμη όμως και για τα μορφωμένα και καλοταϊσμένα παιδιά οι επιδράσεις του περιβάλλοντος ατονούν με τον χρόνο. Στους ενηλίκους τα γονίδια ευθύνονται για το 60%-80% των διαφορών στις επιδόσεις στα τεστ ευφυΐας σε σχέση με λιγότερο από 30% στα μικρά παιδιά. Είτε μας αρέσει είτε όχι, μοιάζουμε όλο και περισσότερο με τους στενούς συγγενείς μας καθώς μεγαλώνουμε.
Αν λοιπόν τα γονίδια παίζουν τόσο μεγάλο ρόλο, υπάρχει κάτι που μπορούν να κάνουν οι ενήλικοι για να βελτιώσουν το IQ τους; Το καλό νέο είναι ότι ένα είδος ευφυΐας εξακολουθεί να βελτιώνεται σε όλη τη ζωή μας. Οι περισσότεροι ερευνητές διακρίνουν τη ρευστή ευφυΐα, η οποία μετρά την ικανότητα να κάνουμε λογικές σκέψεις, να μαθαίνουμε και να εντοπίζουμε μοτίβα, από την αποκρυσταλλωμένη ευφυΐα, η οποία αποτελεί το σύνολο όλων των γνώσεων που έχουμε αποκτήσει ως τώρα. Η ρευστή ευφυΐα επιβραδύνεται με την ηλικία αλλά η αποκρυσταλλωμένη ευφυΐα όχι. Ενώ λοιπόν αρχίζουμε να γινόμαστε λίγο πιο αργοί καθώς μεγαλώνουμε, μπορούμε να είμαστε ήσυχοι ότι εξακολουθούμε να γινόμαστε και πιο έξυπνοι.
8. Ρυθμίστε το ρολόι σας για να γίνετε μεγαλοφυΐες
Το μυαλό είναι άστατο ον – κάποιες φορές είναι κοφτερό σαν ξυράφι και άλλες μπερδεμένο σαν κουβάρι. Τουλάχιστον σε έναν βαθμό αυτές οι μεταπτώσεις μπορούν να εξηγηθούν από τις διακυμάνσεις των κιρκαδικών ρυθμών, κάτι το οποίο σημαίνει ότι, τουλάχιστον θεωρητικά, αν κάνετε το σωστό είδος έργου την κατάλληλη ώρα της ημέρας, η ζωή σας θα πρέπει να κυλάει λίγο πιο ομαλά.
Η ακριβής χρονική περίοδος αυτών των διακυμάνσεων ποικίλλει κατά περίπου δύο ώρες μεταξύ των πρωινών και των νυχτερινών τύπων, επομένως είναι δύσκολο να δώσει κάποιος μια συμβουλή που να ταιριάζει σε όλους. Παρ’ όλα αυτά, υπάρχουν μερικοί κανόνες που αξίζει να έχετε κατά νου, όποιος και αν είναι ο φυσικός χρόνος εγρήγορσής σας.
Μια ιδέα είναι να μην κάνετε πράγματα που απαιτούν απόλυτη συγκέντρωση μέσα στις πρώτες δύο ώρες αφότου ξυπνήσετε. Ανάλογα με το πόσο έχετε κοιμηθεί, μπορεί να χρειαστεί να περάσουν από 30 λεπτά ως τέσσερις ώρες ώσπου να φύγει η αδράνεια του ύπνου – γνωστή και ως πρωινή θολούρα. Αν ωστόσο θέλετε να σκεφθείτε δημιουργικά, η θιολούρα μπορεί να είναι καλή (βλ. 5).
Οταν , παρ’ όλα αυτά, η σκληρή δουλειά δεν μπορεί να περιμένει, το καλό νέο είναι ότι οι έρευνες έχουν υποστηρίξει αυτό που οι περισσότεροι ήδη ξέρουμε: μια δόση καφεΐνης βοηθάει να διώξουμε την αδράνεια του ύπνου και να προχωρήσουμε κάπως τη δουλειά μας.
Μια άλλη συμβουλή είναι να συγχρονίσετε τη νοητική γυμναστική σας με τις διακυμάνσεις στη θερμοκρασία του σώματός σας. Μελέτες που έχουν μετρήσει τις διαφορές στα πάντα, από την προσοχή και τη λεκτική συλλογιστική ως τους χρόνους αντίδρασης, έχουν δείξει ότι όταν η εσωτερική θερμοκρασία μας πέφτει κάτω από τους 37 βαθμούς Κελσίου ο εγκέφαλος δεν είναι στα καλύτερά του.
Με αυτό το μέτρο η χειρότερη ώρα για να κάνετε οτιδήποτε απαιτεί σκέψη είναι, όπως είναι αναμενόμενο, ανάμεσα στα μεσάνυχτα και στις 6 π.μ. Σχεδόν εξίσου κακή ώρα είναι μετά το μεσημέρι, από τις 2 μ.μ. ως τις 4 μ.μ., και αυτό σχετίζεται περισσότερο με τη θερμοκρασία του σώματος παρά με το φαγητό – μελέτες σε άτομα που δεν έχουν φάει ή έχουν φάει πολύ λίγο δείχνουν το ίδιο πρόβλημα. Σε γενικές γραμμές, οι καλύτερες ώρες για να στρωθείτε στη δουλειά είναι από τα μέσα του πρωινού ως το μεσημέρι και μετά ξανά από τις 4 μ.μ. ως τις 10 μ.μ.
Υπάρχουν ωστόσο τρόποι να ξεγελάσετε το σύστημα. Μελέτες έχουν δείξει ότι οι μεταβολές στη θερμοκρασία του σώματος και η εγρήγορση μπορούν επίσης να λειτουργήσουν ανεξάρτητα από το εσωτερικό ρολόι, επομένως λίγη καλά προγραμματισμένη ως προς τη χρονική στιγμή σωματική άσκηση ή ένα καυτό ντους μπορούν να κάνουν θαύματα.
Παρ’ όλα αυτά, καλό θα είναι να αφήσετε τα ανταγωνιστικά αθλήματα για το τέλος της ημέρας. Μελέτες έχουν δείξει ότι οι χρόνοι αντίδρασης και ο συντονισμός ματιών – χεριών γίνονται προοδευτικά καλύτεροι με το πέρασμα της ημέρας φθάνοντας στην κορύφωσή τους γύρω στις 8 μ.μ.
Υστερα από αυτά έχετε χρόνο για λίγη ακόμη εστιασμένη ενέργεια προτού το σώμα κρυώσει, ο εγκέφαλος επιβραδυνθεί και δεν μπορούμε να κάνουμε με αυτόν τίποτε περισσότερο από το να ονειρευτούμε.
Williams Caroline
tovima.gr via