Χριστιανική ιστορία
Η δημιουργία του κόσμου κατά την Παλαιά διαθήκη :
«1 Εν ἀρχῇ ἐποίησεν ὁ Θεὸς τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν.
2 ἡ δὲ γῆ ἦν ἀόρατος καὶ ἀκατασκεύαστος, καὶ σκότος ἐπάνω τῆς ἀβύσσου, καὶ πνεῦμα Θεοῦ ἐπεφέρετο ἐπάνω τοῦ ὕδατος.
3 καὶ εἶπεν ὁ Θεός· γενηθήτω φῶς· καὶ ἐγένετο φῶς.»
[Βίβλος – Παλαιά Διαθήκη, Γέννεσις Α, στίχοι 1 – 3].
Ελληνική προϊστορία
Η δημιουργία του κόσμου κατά τον Ερμή τον Τρισμέγιστο
«Αρχή των όντων ο θεός και νούς και φύση και ύλη …
αδιορίστον δε όντων απάτων και ακατασκευάστων …
ήν γαρ σκότος άπειρον έν αβύσσω, και ύδωρ και πνεύμα νοερόν δύναμει θεία, όντα εν χάει ανείφθη δε φώς άγιον»
[Ερμής Τρισμέγιστος ΙΙΙ στίχοι 1 – 2]
Η Γένεση του κόσμου κατά τα Ορφικά.
Ο Απολλώνιος ο Ρόδιος αναφέρει ότι ο Ορφέας εις το Α, εις τις στίχους 496 – 497 έχει τις φιλοσοφικές δόξες του Εμπεδοκλέους :
«Ήειδεν δ’ως γαία και ουρανός ηδέ θάλασσα,
το πριν επ’ αλλήλοισι μιή συναρηρότα μορφή
Νεκεος εξ ολοοίο διακριθέν αμφίς εκάστα».
Υπάρχει απόσπασμα της Μελανίππης ή του υιού της όπου αναφέρει :
«Κούκ’ εμός μύθος, αλλ’ εμής μητρός πάρα,
Ως ουρανός τε γαία τ’ ην μορφή μια
Επεί δ’ εχωρίσθησαν αλλήλων δίχα,
Τίκτοσι πάντα κανέδωκαν εις φάος,
Δέμδρη, πετεινά, θήρα ους θ’ άλμη τρέφει
Γένος τε θνητών».
Οι Ορφικοί λέγουν ότι ο Άνεμος ξελόγιασε την Νύκτα με τα μαύρα πτερά της, την θεά την οποία που ακόμη και ο Ζεύς την εσέβετο [Ό.π. Ξ 261]. Αυτή γέννησε ένα ασημένιο αυγό εις τους κόλπους του Σκότους και ότι από αυτό το αυγό εξήλθε ο Έρως, που μερικοί τον αποκαλούν Φάνη – Πάνη, ο οποίος έθεσε σε κίνηση το Σύµπαν. Ο Έρως είχε διπλό φύλο, με χρυσά πτερά και τέσσερα κεφάλια, όπου άλλοτε μούγγριζε ως ταύρος ή λιοντάρι, άλλοτε σφύριζε ως φίδι ή βέλαζε ως κριάρι.
Τον ονόμασε Ηρικεπαίο και Πρωτογενή Φαέθωντα, η Νύκτα [Ορφικά Αποσπάσματα 60, 61 και 70], ζούσε μαζί του εντός ενός σπηαλίου προβάλλοντας η ίδια ως τριάδα: η Νύκτα, η Τάξη και η Δικαιοσύνη. Εμπρός από αυτό το σπήλαιο αναπόδραστη η μητέρα Ρέα κρούει το χάλκινο τύμπανο της και αναγκάζει έτσι τον άνθρωπο να δώσει προσοχή εις τους χρησμούς της θεάς.
Ο Φάνης – Πάνης έπειτα δημιούργησε την γη, τον ουρανό, τον ήλιο και την σελήνη, το σύμπαν όμως το κυβερνούσε η τριπλή θεά, ώσπου το σκήπτρο της επέρασε εις τον Ουρανό [ O.π. 86].
Οι Ορφικοί λέγουν ότι υπάρχει αρχή του κόσμου, διότι το Σύμπαν γεννήθηκε κάποια χρονική στιγμή. Αυτό όμως έλαβε χώρα προ αμνημονεύτων ετών και είναι άφθαρτο, ακατάλυτο και αιώνιο. Ο Ουρανός χαρακτηρίζεται ως πρεσβυγένεθλος [4,2], δηλαδή ως το πρώτο γεννηθέν, η δε Φύση ως πρωτογένεια [10,5], πρωτότοκος, παναρχαία, αλλά και ως παλαίφατος [10,5], αρχέγονος, παμπάλαια. Η γένεση δεν προκλήθηκε εξ’ ενός προϋπάρχοντος κοσμικού γεγονότος, διότι η Φύση [10,10] είναι απάτωρ και προς επιβεβαίωση εν συνεχεία, καλείται αυτοπάτωρ, ότι έγινε εξ αυτής προερχόμενη.
Ο Κλήμης ο Αλεξανδρέας αναφέρει για την γέννηση του κόσμου κατά τον Ορφέα τα ακόλουθα :
«Μέσα εις την περιφέρεια του Ωού διαμορθώθηκε ένα ζωντανό όν αρρενόθηλυ, με πρόνοια του ενυπάρχοντος εντός του θεϊκού πνεύματος, το οποίο ο Ορφέας αποκαλεί Φάνη, διότι όταν φάνηκε, από αυτόν έλαμψε το παν, με το φέγγος του διαπρεπέστερου στοιχείου, του πυρός, εκπληρούμενο μέσα στο υγρό στοιχείο»
Το Ύδωρ ή Αιθέρας το Έν, αποτελεί την πρώτη Κοσμογονική Ουσία, ή Ενεργητική Αρχή, η «Συνεχής Ουσία». Η Γη ή Χάος ή Πάσχον ή Αόριστος Δυάς ή Έτερον ή Άπειρον των Πυθαγορείων, το οποίο ευρίσκεται σε κατάσταση αμορφίας, αταξίας, αρρυθμίας, συγχύσεως, ταραχής, αποτελεί την «Μεριστή Ουσία» η οποία έχει την ιδιότητα της κινήσεως και της ζωής και διακόπτει το συνεχές της συνεχούς ουσίας.
Το Έν και η Δυάς είναι οι δύο πρώτες κοσμογονικές ουσίες, οι οποίες συνιστούν όλη την δημιουργία. Από αυτές και διάμεσο της ενέργειας του Φάνη – Ερωτά που προκαλεί την επαφή και μίξη των στοιχείων αρχίζει η πορεία του κόσμου. Ο κόσμος γίνεται αντιληπτός ως Ένας που πολλαπλασιάζεται εσωτερικά με τη δημιουργία των διαφόρων μορφών ζωής.
Τόσο οι Θεοί, όσο και οι άνθρωποι θεωρούνται δημιουργήματα του Κόσμου, εις τον οποίο μετέχουν και υπάγονται εις τους νόμους που διέπουν τη δομή και λειτουργία του. Οι Θεοί και οι Θεές εθεωρούντο θεματοφύλακες αυτών των νόμων, χωρίς όμως να εκφεύγουν αυτών».
Κατά τον Πελασγικό μύθο της κοσμογονίας, η Ευρυνόμη η Θεά των Πάντων αναδύθηκε από το Χάος γυμνή, όπου μη βρίσκοντας τίποτε το στέρεο ώστε να ακουμπήσει τα πόδια της, διαχωρίζει τότε την θάλασσα από τον ουρανό, χορεύοντας μόνη της επάνω εις τα κύματα.
Η Ευρυνόμη χόρεψε κατά τα νότια, και όπισθεν αυτής αναδεύτηκε ο αέρας, φάνταξε κάτι ξεχωριστό, ώστε να αρχίσει το έργο της δημιουργίας. Η Ευρυνόμη στράφηκε και άδραξε αυτόν το βόρειο άνεμο, τον έτριψε καλά μέσα εις τα χέρια της, και τότε εμφανίστηκε ο μέγας όφις, Οφίων.
Η Ευρυνόμη χόρεψε έξαλλα για να ζεσταθεί, ασταμάτητα, ώσπου ο Οφίωνας κυριεύθηκε από λαγνεία, κουλουριάστηκε γύρω εις τα θεϊκά μέλη της, και λαχτάρησε να σμίξει μαζί της. Η Ευρυνόμη τότε μεταμορφώθηκε σε περιστερά και πλανήθηκε επάνω εις τα κύματα, και όταν πέρασε ο χρόνος που έπρεπε, γέννησε το Αυγό του Σύμπαντος.
Ο Οφίων τότε με μια προσταγή της κουλουριάστηκε επτά φορές γύρω εις το αυγό, ώσπου το αυγό άνοιξε και χωρίστηκε εις τα δύο, από το αυγό αυτό γεννήθηκαν η Ελένη και τα δίδυμα αδέρφια της ο Κάστορας και ο Πολυδεύκης, δηλαδή οι Διόσκουροι.
Από μέσα του εξήλθαν τότε όλα τα παιδιά της Ευρυνόμης: ο ήλιος, η σελήνη, οι πλανήτες, οι αστέρες, η γη με τα όρη της, τους ποταμούς της, τα δέντρα της, τα βότανά της και τα ζωντανά της πλάσματα.
Η Ευρυνόμη και ο Οφίων κατόπιν εις το όρος Όλυμπος κατασκεύασαν την οικεία τους, τότε ο Οφίων όμως εξόργισε την Ευρυνόμη υποστηρίζοντας ότι αυτός ήτο ο δημιουργός του Σύμπαντος και όχι εκείνη. Ευθύς εκείνη τον κτύπησε εις το κεφάλι του με τη φτέρνα της, και τον εξόρισε εις τις σκοτεινές σπηλιές κάτω από την γη.
Έπειτα, η Θεά δημιούργησε τις επτά πλανητικές δυνάμεις, ορίζοντας μια Τιτανίδα και έναν Τιτάνα για εκάστη πλανητική δύναμη.
Την Θεία και τον Υπερίωνα για τον Ήλιο, την Φοίβη και τον Άτλαντα για τη Σελήνη, την Διώνη και τον Κριό για τον πλανήτη Άρη, την Μήτιδα και τον Κοίο για τον πλανήτη Ερμή, την Θέμιδα και τον Ευρυμέδοντα για τον πλανήτη Δία, την Τηθύδα και τον Ωκεανό για την Αφροδίτη, τη Ρέα και τον Κρόνο για τον πλανήτη Κρόνο.
Απόσπασμα από το βιβλίο του συγγραφέως Ομήρου Ερμείδη με τον τίτλο «Έλληνες ή Ελληνίζοντες χριστιανοί»