Ένα από τα πιεστικότερα ερωτήματα που ζητούν απάντηση σήμερα αφορά στη σχέση ανισότητας και ανάπτυξης. Αυτό, διότι ένα από τα σημαντικά οικονομικά γεγονότα είναι η εκτίναξη της ανισότητας των εισοδημάτων, ιδιαίτερα ανάμεσα σε αυτούς που βρίσκονται στην κορυφή και σε όλους τους άλλους. Το άλλο μεγάλο γεγονός αφορά στην ύφεση που πυροδοτήθηκε από τη χρηματοπιστωτική κρίση και η ανάγκη που δημιουργήθηκε για την ταχεία εκκίνηση μιας νέας περιόδου ανάπτυξης.
Υπάρχουν δύο κύριες και αντιφατικές μεταξύ τους θεωρίες για το πώς μπορεί να σχηματίζεται αυτή η σχέση. Η πρώτη αναφέρεται στο άνοιγμα της ψαλίδας των εισοδημάτων ως το τίμημα για τους ταχείς αναπτυξιακούς ρυθμούς. Ωστόσο, υπάρχει άλλη μία θεωρία, η οποία κερδίζει έδαφος μετά τη νομισματοπιστωτική κρίση. Υποστηρίζει ότι η αυξανόμενη ανισότητα δεν αποτελεί σύμπτωμα μιας ραγδαία αναπτυσσόμενης οικονομίας ή κίνητρο για τη δημιουργία της. Αντιθέτως, όταν η ψαλίδα ανοίγει υπερβολικά, η οικονομική ανάπτυξη καταρρέει. Υπάρχουν διάφοροι παράγοντες που πιθανόν να συντείνουν σε αυτό. Ο ένας αναφέρεται στο γεγονός ότι η υπερβολική ανισότητα δημιουργεί ένα ασταθές σύστημα, ευάλωτο στις υψηλού κόστους περιόδους άνθησης και κατάρρευσης της οικονομίας. Ενας άλλος συνδέεται με την πιθανότητα ότι όταν υπερβολικά μεγάλα ποσοστά του εισοδήματος αντλούνται από τους κορυφαίους και όχι από τη μεσαία τάξη, η καταναλωτική δαπάνη καταρρέει και η ανάπτυξη επιβραδύνεται.
Ο Ντέιβιντ Χάουελ, καθηγητής Οικονομικών στο The New School της Νέας Υόρκης, συνέγραψε μια μελέτη και ερευνά την πρώτη θέση. Ο Χάουελ υποστηρίζει ότι τόσο οι ΗΠΑ όσο και η Βρετανία λειτούργησαν τις τρεις τελευταίες δεκαετίες βάσει των κανόνων της θεωρίας της ελεύθερης αγοράς, εκτιμώντας πως η σχέση της αυξανόμενης ανισότητας με το αυξανόμενο ΑΕΠ είναι ευθέως ανάλογη. Οπως το θέτει ο Χάουελ, «η θεωρία της ελεύθερης αγοράς που επιτρέπει το άνοιγμα της ψαλίδας στηρίζεται στην εκτίμηση ότι η αύξηση της παραγωγής και της απασχόλησης εξαρτώνται κυρίως από τα ισχυρά κίνητρα για δουλειά και επενδύσεις». Ο Χάουελ δοκίμασε τη θεωρία του συγκρίνοντας τις ΗΠΑ και τη Βρετανία με άλλες μεγάλες οικονομίες και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν υπάρχει ευθεία σύνδεση ανάμεσα στο μέτρο της ανάπτυξης και στο άνοιγμα της ψαλίδας των εισοδημάτων.
Ο Λαρς Οσμπεργκ, επίσης οικονομολόγος στο Dalhousie University της Νέας Σκωτίας, μελέτησε τη δεύτερη θεωρία. Υποστηρίζει ότι το χάσμα ανάμεσα στους «εισοδηματίες» κορυφής και στους υπόλοιπους επίσης έχει επιπτώσεις στην οικονομία ευρύτερα. Ο ίδιος επικεντρώνεται στη χρηματοπιστωτική αστάθεια. «Η συμπληρωματική αποταμίευση των ολοένα και πλουσιότερων πρέπει να χορηγείται ως δανεισμός για να εξισορροπείται συνολικά η τρέχουσα δαπάνη… ωστόσο, η αύξηση του δανεισμού καθιστά εύθραυστο το χρηματοπιστωτικό σύστημα, δημιουργεί χρηματοπιστωτικές κρίσεις περιοδικά, καθιστά πιο ασταθές το συνολικό εισόδημα, και καθώς οι κυβερνήσεις αναγκάζονται να αντιδρούν στη μαζική ανεργία με αντικυκλικές δημοσιονομικές πολιτικές, η δημόσια οικονομία γίνεται όλο και πιο ασταθής…».
Tου CHRYSTIA FREELAND – REUTERS
Πηγή